Tάσος Παππάς
Tην ώρα που ο Ευ. Βενιζέλος έλεγε την Παρασκευή το βράδυ ότι «σήμερα ο ελληνικός πολιτικός Πολιτισμός γράφει μια νέα σελίδα», ο αρχηγός της Ν.Δ ξεκίναγε από τα γραφεία του κόμματος στη Συγγρού το πριόνισμα της νέας κυβέρνησης. Αισθάνθηκε την ανάγκη, λίγα λεπτά μετά την ολοκλήρωση της πρώτης συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου, να πει στον ελληνικό λαό ότι με την τακτική του έσωσε τη χώρα, σάρωσε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, υποχρέωσε τον Γ. Παπανδρέου να παραιτηθεί στο μέσον της θητείας του καιθύμισε δύο φορές (για να μην ξεχνιόμαστε) την ημερομηνία των εκλογών.
Ο κ. Σαμαράς απευθυνόταν στο εθνικό ακροατήριο, αλλά ήταν φανερό ότι τον ενδιέφερε το κομματικό στρατόπεδό του, το οποίο μοιάζει με λεηλατημένο τοπίο. Και θα το κάνει συχνά στο μέλλον γιατί πρέπει να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις που έχουν δημιουργηθεί στην κοινωνία. Από τα σκληρά «όχι«, πέρασε στα «ναι«. Οι κόκκινες γραμμές του τσαλαπατήθηκαν. Σίγουρα πιέστηκε και εκβιάστηκε από ξένους και ντόπιους παράγοντες. Ωστόσο, η προσπάθειά του να παρουσιάσει το μαύρο για άσπρο θα είναι ατελέσφορη. Και σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ πήγε (αδιανόητο μέχρι πριν από λίγες μέρες) και στελέχη πρώτης γραμμής έβαλε στο υπουργικό συμβούλιο, αν και έλεγε ότι μόνο τεχνοκράτες από τη Ν.Δ θα συμμετάσχουν, ενώ μένει να δούμε τι θα κάνει με τις υπογραφές που ζητούν οι δανειστές μας και με το χρόνο των εκλογών. Για την ώρα εμφανίζεται ανένδοτος, αλλά ας μην το δένουμε κόμπο.
Στο πλαίσιο της παραταξιακής λογικής η προσπάθεια του κ. Σαμαρά έχει νόημα. Ωστόσο υποτιμά το κλίμα στην κοινωνία. Οι πολίτες, βεβαίως, δεν είναι περισσότερο αισιόδοξοι γιατί ξέρουν ότι δεν θ’ αλλάξουν τα πράγματα. Είναι, όμως, ανακουφισμένοι γιατί έληξε μια περιπέτεια που είχε πολλά ευτράπελα επεισόδια και, ταυτοχρόνως, είναι αηδιασμένοι με τα τερτίπια που μετήλθαν οι γραφειοκρατίες των δύο κομμάτων εξουσίας προκειμένου να εμποδίσουν τη συμφωνία. Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι ούτε ο Γ. Παπανδρέου ούτε ο Α. Σαμαράς ήθελαν τη λύση Παπαδήμου. Έλεγαν στους συνεργάτες τους «θα μας κατηγορήσουν ότι προωθούμε τον άνθρωπο των τραπεζών«.
Η αλήθεια είναι ότι φοβούνται, και με το δίκιο τους, μήπως σε βάθος χρόνου γύρω απ’ αυτό το πρόσωπο διαμορφωθεί ένα πολιτικό ρεύμα με προοπτική, το οποίο ενδεχομένως θα στηρίξουν στελέχη και από τα δύο κόμματα. Αυτό το σενάριο, αν ευδοκιμήσει, μπορεί να ανατρέψει παγιωμένες ισορροπίες στο πολιτικό σύστημα και να θέσει εν αμφιβόλω την ηγεμονία τους.
Η ευφορία που γεννήθηκε με την ανάδειξη του κ. Παπαδήμου δεν είναι δικαιολογημένη επί της ουσίας. Μόνο με ψυχολογικούς όρους μπορεί να εξηγηθεί. Η νέα κυβέρνηση δεν θα έχει περίοδο χάριτος. Στις παρούσες συνθήκες αυτό είναι πολυτέλεια. Η κοινωνία έχει φτάσει στα όριά της. Η ανεργία χτυπά μεγάλα νούμερα, η ύφεση βαθαίνει, η απειλή της χρεοκοπίας είναι παρούσα, οι δανειστές μας γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί, ζητώντας εξευτελιστικές παραχωρήσεις και δίνοντας ταπεινωτικά τελεσίγραφα.
Τα κόμματα εξουσίας δεν μπορούν να προσφέρουν ελπίδα. Οι δημοσκοπήσεις είναι ο αψευδής μάρτυρας. Η Αριστερά, η μόνη πιά αντιμνημονιακή δύναμη, είναι διασπασμένη και εξαιτίας αυτού του λόγου δεν μπορεί να γίνει σοβαρή και ρεαλιστική εναλλακτική λύση εξουσίας. Όλες οι πτέρυγές της καλούν το λαό να αγωνιστεί για να καταργήσει τα Μνημόνια, αλλά όταν η συζήτηση έρχεται στο «μετά τι κάνουμε;» τα όργανα βαρούν παράφωνα. Κάθε κόμμα και το βιολί του. – «Η Ελλάδα σώζεται με αλλεπάλληλα μικρά θαύματα», έλεγε οΝίκος Καζαντζάκης. Ας κρατήσουμε τη μεταφυσική βεβαιότητα του μεγάλου Κρητικού.