Μουσικό Σχολείο Τρικάλων : Μαθητικά κείμενα για την Ιστορία του Θουκυδίδη

 

 «Να αναγνώσετε το κείμενο της ιστορίας του Θουκυδίδη από μετάφραση προσεγγίζοντάς το κριτικά. Με βάση τα σχόλια, τις επισημάνσεις και τα συμπεράσματα που θα προκύψουν, να δημιουργήσετε ένα συνθετικό κείμενο, στο οποίο θα εκθέτετε τα συμπεράσματά σας για τη σημασία του έργου του Θουκυδίδη».

Αζέλη Μαρία, μαθήτρια Α1 Λυκείου του Μουσικού Σχολείου Τρικάλων

 Διδάσκουσα-επιβλέπουσα καθηγήτρια: 

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (ΠΕ02)

Η διαχρονική αξία του έργου του Θουκυδίδη

«κα ς μν κρασιν σως τ μ μυθδες ατν τερπστερον φανεται, σοι δ βουλσονται τν τε γενομνων τ σαφς σκοπεν κα τν μελλντων ποτ αθις κατ τ νθρπινον τοιοτων κα παραπλησων σεσθαι, φλιμα κρνειν ατ ρκοντως ξεi, κτμ τε ς αε μλλον γνισμα ς τ παραχρμα κοειν ξγκειται.»

Θουκυδίδης, [1.22.4]

 

«Κι όταν ακούει κανείς την ιστορία, ίσως δε φαίνεται τόσο ευχάριστο ότι δε μοιάζει με παραμύθι, όσοι όμως θελήσουν να εξετάσουν την καθαρή αλήθεια των όσων έγιναν, και εκείνων που μέλλουν κάποτε να ξαναγίνουν, όπως είναι η φύση των ανθρώπων, ή τα ίδια ή παρόμοια, θα μου φτάσει αν αυτοί τα κρίνουν ωφέλιμα. Γιατί το έργο μου έχει συγγραφεί περισσότερο για να το ‘χουν οι άνθρωποι αιώνιο χτήμα τους παρά σαν αγώνισμα για να τ’ ακούσει κανείς μια μόνο φορά.»

Θουκυδίδης, [1.22.4] (μετ. Ε. Λαμπρίδη)

 

Το ερώτημα που μας απασχολεί θα μπορούσε να διατυπωθεί για λόγους σαφήνειας ως εξής: τι είναι αυτό που κάνει τον Θουκυδίδη σημαντικό για εμάς τους ανθρώπους του 2017; Όχι μόνο τι τον έκανε σημαντικό για την εποχή του, αλλά ποια είναι η διαχρονική συνεισφορά του στην ανθρώπινη σκέψη, ώστε να έχει νόημα να διδάσκεται το έργο του στο σχολείο. Θέτοντας αναλυτικότερα το ερώτημα, ποιες είναι οι πνευματικές αρετές και οι αξίες τις οποίες ο ιστορικός εισήγαγε στο έργο του και οι οποίες το έκαναν να καθιερωθεί ως μια κορυφαία ιστορία και ως ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά μνημεία του ελληνικού πολιτισμού του 5ου αιώνα;

Στο Περί Ποιητικής έργο του ο Αριστοτέλης, αρκετές δεκαετίες μετά τον Θουκυδίδη υποστήριξε ότι η ποίηση είναι πιο φιλοσοφική από την ιστορία επειδή οι δηλώσεις της αφορούν σε οικουμενικές αλήθειες και σε αυτό που μπορεί να γίνει, ενώ οι δηλώσεις της ιστορίας ασχολούνται με μεμονωμένα περιστατικά και με αυτό που στην πραγματικότητα έχει συμβεί. Στην περίπτωση του Θουκυδίδη δεν ισχύει αυτό, καθώς η πνευματική του διάθεση ήταν αρκετά φιλοσοφική. Ήταν σε εξαιρετικό βαθμό γενικευτικός ιστορικός. Παρ’ ότι επέβαλε στον εαυτό του υψηλές προδιαγραφές ακρίβειας, αμεροληψίας και φιλαλήθειας σε ζητήματα γεγονότων, δεν έμεινε ικανοποιημένος απλώς με το να γράψει μια χρονολογική αφήγηση που θα κάλυπτε τη μια χρονιά μετά την άλλη και θα κατέγραφε λεπτομερώς τα συγκεκριμένα γεγονότα, τα περιστατικά και τους συσχετισμούς του πολέμου καθώς αυτά εξελίσσονταν. Ενδιαφερόταν εξίσου να τα εξηγήσει, να διεισδύσει στους λόγους και στις αιτίες τους και να κατανοήσει το υπόβαθρο και τη σημασία του πολέμου στην ιστορία των Ελλήνων. Σε ολόκληρο το έργο του, μαζί με τις σκηνές του πολέμου, τις οποίες  περιγράφει παραστατικά, συναντάμε γενικούς συλλογισμούς που ρίχνουν φως στις πράξεις τις οποίες αφηγείται και συνεισφέρουν σε μια πληρέστερη κατανόηση της φύσης και της σημασίας τους. Επιδίωκε συνεχώς να βλέπει τα γεγονότα σε σχέση με ένα ευρύτερο σύνολο ή μια γενική αλήθεια. Αυτό αποτελούσε βασικό στοιχείο της ιστορικής του μεθόδου, η οποία δείχνει μια βαθιά πνευματική ενασχόληση με ιδέες που σχετίζονταν με ζητήματα όπως η φύση του ανθρώπου, η λογική και το πάθος, η δικαιοσύνη και η ισχύς, η τύχη και η ανάγκη κατά τη διαμόρφωση των γεγονότων, και η σχέση μεταξύ σκέψης και πράξης. Τα χαρακτηριστικά αυτά δικαιολογούν την άποψη που τον παρουσιάζει ως έναν μεγάλο φιλοσοφικό ιστορικό.

Επιπλέον, η πνευματική του συγκρότηση αποτελεί δημιούργημα του 5ου αι. π.Χ., αιώνα στον οποίο η λογική ήδη έχει συγκροτηθεί ως τρόπος σκέψης, αντικαθιστώντας σταδιακά τον μύθο. Η λογική γεμάτη χαρά για τη νέα της ελευθερία και αυτοπεποίθηση, έριξε μέσω του Θουκυδίδη το ερευνητικό της φως και στον ίδιο της τον εαυτό, όχι μόνο προκειμένου να ανακαλύψει το δυναμικό της, αλλά και για να κατανοήσει τις ανορθολογικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Ο Θουκυδίδης λοιπόν από τη μια χρησιμοποιεί τον ορθό λόγο, δίπλα στους πρωτοπόρους μιας νέας εποχής για την ανθρώπινη σκέψη, από την άλλη μελετά και την ίδια τη λογική, πώς αυτή και υπό ποιες συνθήκες λειτουργεί, και πότε και γιατί κυριαρχεί ο ανορθολογισμός, μολονότι ο άνθρωπος έχει την επίγνωση της λογικής αλλά και των συνεπειών του ανορθολογισμού. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περιγραφή, στο τρίτο βιβλίο, της επανάστασης στην Κέρκυρα το 427, όπου ο ιστορικός καταθέτει μια σειρά σκέψεων για τις αιτίες και τις συνέπειες των ακραίων επαναστατικών συγκρούσεων μεταξύ δημοκρατίας και ολιγαρχίας που σάρωσαν τις ελληνικές πόλεις κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκεί επισημαίνει ότι:

«Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθει ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί». (Γ 82)

Η σκέψη αυτή, που μπορούμε να την εκλάβουμε ως γενικό πρότυπο για παρόμοιες καταστάσεις, θέτει με οικουμενικούς όρους μια διεισδυτική επίγνωση για την κατάπτωση των ηθικών προτύπων που προκαλείται από τον πόλεμο και από την εμφύλια διαμάχη. Η σοφία αυτής της επίγνωσης καθίσταται σαφής, καθώς διασαφηνίζει πολλά από τα γεγονότα που αφηγείται η Ιστορία.

Μία ακόμη σημαντική ιδιότητα του έργου του Θουκυδίδη είναι ο ρεαλισμός. Η ιστορία του έχει χαρακτηριστεί ως «ένα κλασικό έργο ρεαλιστικής ανάλυσης». Αυτό το χαρακτηριστικό της ιστορικής του σκέψης έχουν επισημάνει δύο σπουδαίοι ευρωπαίοι φιλόσοφοι, ο Τόμας Χομπς και ο Φρίντριχ Νίτσε. Ο Χομπς είπε για εκείνον: «Ο Θουκυδίδης είναι κάποιος ο οποίος, παρ’ ότι ποτέ δεν κάνει παρέκβαση για να δώσει μια διάλεξη, ηθική ή πολιτική, μέσα από το κείμενό του, ούτε εισέρχεται στις καρδιές των ανθρώπων πιο πέρα απ’ ότι οι ίδιες οι πράξεις προφανώς τον οδηγούν, θεωρείται παρ’ όλα αυτά ως ο πλέον πολιτικός ιστοριογράφος που συνέγραψε ποτέ». Η λέξη «πολιτικός» σε αυτή τη δήλωση αναφέρεται στην ώριμη κρίση και διεισδυτικότητα που του πρόσφερε ο Θουκυδίδης στην κατανόηση της πολιτικής και της ανθρώπινης δράσης. Ο Νίτσε, ο οποίος ήταν καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, έβλεπε τον Θουκυδίδη ως έναν διανοητή που διακρινόταν για «το θάρρος του ενόψει της πραγματικότητας» και που είχε «ασυμβίβαστη θέληση να μην κοροϊδέψει τον εαυτό του»

Αυτό που σημαίνει ρεαλισμός στην περίπτωση του Θουκυδίδη είναι η προδιάθεσή του να βλέπει τους ανθρώπους, τις ανθρώπινες υποθέσεις και τον κόσμο όπως είναι, χωρίς ψευδαισθήσεις ή αυταπάτες, και χωρίς καμία προσπάθεια να συγκαλύψει τη σκληρή αλήθεια των πραγμάτων με «μεγάλα λόγια». Ο ρεαλισμός που αποδίδεται στον Θουκυδίδη συμπεριλαμβάνει την αντίληψή του για την ανθρώπινη φύση, για την πολιτική και την αυτοκρατορία, και για την τεράστια σημασία της υπέρτερης ισχύος για τη διαμόρφωση της πορείας της ιστορίας.

Σημαντική πλευρά της οπτικής του Θουκυδίδη είναι και ο αποδιδόμενος σε αυτόν «νατουραλισμός». Ότι έτεινε δηλαδή να θεωρεί τα γεγονότα, τις πράξεις των ανθρώπων και τον ίδιο τον φυσικό κόσμο ως τμήματα της φυσικής τάξης και ότι υπόκεινται, μέχρι ενός σημείου, σε όλες τις κανονικότητες και τους φυσικούς νόμους. Ο νατουραλισμός του είναι ιδιαίτερα αντιληπτός στη στάση του απέναντι στη θρησκεία και στη θεότητα. Σε αντίθεση με ορισμένα από τα μεγαλύτερα έργα της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, οι θεοί είναι απόντες και δεν παίζουν κανέναν ρόλο στην Ιστορία του. Ουδέποτε εκφράζει κάποια πίστη στη θεϊκή ενέργεια ή στους χρησμούς. Όταν αναφέρεται στον τρομερό λοιμό που έπληξε την Αθήνα το 430, σημειώνει ότι «οι παρακλήσεις στους θεούς και στα μαντεία δεν ωφέλησαν σε τίποτα» για την αντιμετώπιση της ασθένειας (Β 47). Επιμένοντας ότι ο πόλεμος μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης ήταν μια ενιαία σύγκρουση που κράτησε είκοσι επτά χρόνια παρά την ειρήνη που συνήφθη στο δέκατο έτος του, μνημονεύει ένα δημοφιλές ρητό σύμφωνα με το οποίο ο πόλεμος θα διαρκούσε τρεις φορές εννέα χρόνια και στη συνέχεια προσθέτει ότι «για μία φορά, βγήκαν αληθινοί όσοι βάσιζαν τις προβλέψεις τους σε χρησμούς» (Ε 26). Φαίνεται να περιφρονούσε τις προλήψεις και την ευπιστία. Σχετικά με τον φόβο του Νικία για μια έκλειψη της σελήνης, η οποία τον έκανε να καθυστερήσει, με τρομερές συνέπειες, την αποχώρηση του αθηναϊκού στρατού από τη Σικελία, ο Θουκυδίδης λέει ότι «είχε μεγάλη κλίση στις μαντείες και στα παρόμοια» (Η 50).

Στον νατουραλισμό του Θουκυδίδη περιλαμβανόταν και η αντίληψή του για την ανθρώπινη φύση, την οποία θεωρούσε υποκείμενη σε φυσικές επιθυμίες και ορέξεις που εν μέρει πηγάζουν από τον εγωκεντρισμό του ανθρώπου. Πίστευε επίσης ότι η ομοιομορφία της ανθρώπινης φύσης εξηγούσε το γιατί γεγονότα παρόμοια με αυτά που είχαν συμβεί στο παρελθόν ήταν αναμενόμενο να συμβούν και στο μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρούσε πως οι ανθρώπινες πράξεις μπορούσαν να προβλεφθούν. Προφανώς είχε μεγάλη επίγνωση της ποικιλίας των περιστάσεων που επενεργούσαν στους ανθρώπους και επηρέαζαν με διάφορους τρόπους τη συμπε­ριφορά τους. Δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός ότι έβλεπε την ανθρώπινη φύση ως εγγενώς μοχθηρή ή κακή. Φαίνεται πως θεωρούσε ότι τα άτομα μπορεί να είχαν προδιάθεση να είναι είτε καλά είτε κακά, τόνιζε όμως ότι οι ηθικές τους ιδιότητες και οι ενέργειές τους θα επηρεαστούν έντονα από τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται. Σε ολόκληρη την ιστορία του, η τριάδα του φόβου, της τιμής (φιλοδοξίας) και του συμφέροντος βρίσκεται στο προσκήνιο. Ο φόβος της αύξησης της αθηναϊκής ισχύος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι η αληθινή αιτία που υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να πάνε σε πόλεμο εναντίον της Αθήνας. Φόβος της απώλειας της ανεξαρτησίας τους και της υποταγής τους σε άλλους, φιλοδοξία για εξουσία και ιδιοτελές συμφέρον για τη διατήρηση της αυτοκρατορίας, είναι αυτά που υποχρέωσαν τους Αθηναίους να συνεχίσουν τον πόλεμο και να συντρίψουν τις επαναστάσεις των υποτελών τους πόλεων.

Μια ακόμη σημαντική πλευρά του έργου του Θουκυδίδη αποτελεί η ιστορική του πρακτική, η οποία φαίνεται να στηρίζεται σε αυστηρή μεθοδολογία , στην οποία μάλιστα κάνει αναφορές στο έργο του, αλλά και οι ιδέες του για την ίδια την ανθρώπινη ιστορία. Είναι εμφανές ότι κατά τη συλλογή πληροφοριών για τη συγγραφή της ιστορίας του, αφιέρωσε πολλή σκέψη στο ποια ήταν η κατάλληλη μέθοδος για να ερευνηθεί το παρελθόν. Ο πρωταρχικός του στόχος ως ιστορικού ήταν να παράσχει «ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν», ώστε να χρησιμεύσει σε εκείνους που ήθελαν να καταλάβουν τα όσα μπορεί να συμβούν στο μέλλον. Δήλωσε ότι αν κατόρθωνε να πετύχει αυτόν τον στόχο, θα ήταν ικανοποιημένος. Στα πλαίσια αυτού του στόχου, προσπάθησε να διατηρήσει μια σταθερά κριτική προσέγγιση αναφορικά με τα γεγονότα που εισέρχονταν στην αφήγησή του. Για τα γεγονότα του απώτερου παρελθόντος απέρριψε τις φαντασιοπληξίες και τις υπερβολικές ιστορίες των ποιητών και των χρονογράφων που επιδίωκαν να τέρψουν μάλλον παρά να εξακριβώσουν την αλήθεια, και των οποίων οι δηλώσεις δεν μπορούν να ελεγχθούν. Ανέφερε ότι τα περισσότερα γεγονότα δεν είναι πλέον ελέγξιμα καθώς έχει περάσει πολύς χρόνος, αλλά θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι «τα γεγονότα αυτά έχουν εξακριβωθεί με βάση τις πιο σοβαρές ενδείξεις». Βασισμένη σε μια ποικιλία πηγών και συμπερασμάτων λογικής ανάλυσης, η περιγραφή του για εκείνη την περίοδο ήταν ένα επίτευγμα ιστορικής σκέψης. Προσπάθησε να εφαρμόσει το ίδιο κριτικό πνεύμα στην έρευνα του Πελοποννησιακού πολέμου, που ήταν «ο μεγαλύτερος» της ελληνικής ιστορίας και τον οποίο ο Θουκυδίδης έζησε. Σχετικά με τα γεγονότα του πολέμου, ο Θουκυδίδης δηλώνει ρητά ότι αναφέρει μόνο τα όσα είδε ο ίδιος ή έμαθε από άλλους έπειτα από «προσεκτική έρευνα» και από επισταμένη εξέταση των μαρτυριών διάφορων ανθρώπων για το κάθε συμβάν.

Πάντως έχει εκφραστεί και η άποψη ότι ο Θουκυδίδης εκτός από φιλοσοφημένος ιστορικός υπήρξε ένας φιλολογικός καλλιτέχνης με βαθιά προσωπική και συναισθηματική εμπλοκή στο έργο του. Αυτό, θα έλεγα, δεν μειώνει την αξία του έργου του, ίσως μάλιστα τον καθιστά έναν καθολικό άνθρωπο με την αναγεννησιακή έννοια, πράγμα που αιτιολογεί επαρκώς τη διδασκαλία του έργου του σε εφήβους που βρίσκονται σε μια κρίσιμη για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους ηλικία.

Κλείνοντας, θα ήθελα να θέσω ξανά το αρχικό ερώτημα, με την απάντηση που την καθιστά τόσο επίκαιρη η περιρρέουσα διεθνής ατμόσφαιρα, επίκαιρη και μελαγχολική: Τι είναι αυτό που κάνει τον Θουκυδίδη σημαντικό για εμάς τους ανθρώπους του 2017; Όχι μόνο τι τον έκανε σημαντικό για την εποχή του, αλλά ποια είναι η διαχρονική συνεισφορά του στην ανθρώπινη σκέψη, ώστε να έχει νόημα να διδάσκεται το έργο του στο σχολείο.

Η ερμηνευτική δύναμη του Θουκυδίδη θεμελιώνεται στον τεράστιο κόσμο των ιδεών που το έργο αποκαλύπτει στον αναγνώστη, κάτι που παραμένει πάντα επίκαιρο και ζητούμενο, ενώ η πεποίθησή του ότι γεγονότα παρόμοια με αυτά που εκείνος εξιστόρησε «θα συμβούν στο μέλλον» σύμφωνα με αυτό που αποκάλεσε το «ανθρώπινον», δηλαδή την ανθρώπινη κατάσταση, η οποία καθώς διαπιστώνουμε, δεν αλλάζει.

 

Βιβλιογραφία

 

Χρήσιμες μελέτες για διάφορες πλευρές του έργου του Θουκυδίδη είναι αναρτημένες στην ιστοσελίδα:

https://ekivolosblog.wordpress.com/%ce%b8%ce%bf%cf%85%ce%ba%cf%85%ce%b4%ce%b9%ce%b4%ce%b7%cf%83/

Για την παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκαν οι εξής:

Αλέξανδρος Κέμος, Η επιρροή του Θουκυδίδη στο σύγχρονο κόσμο.

Αντώνης Ρεγκάκος, Η Θουκυδίδεια αφήγηση: Η κληρονομιά του έπους και του Ηροδότου.

Αντώνης Ρεγκάκος, Θουκυδίδης (το αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του «Επινοώντας το παρελθόν»)

Jacqueline de Romilly, Ιστορία και λόγος στον Θουκυδίδη.

Jacqueline de Romilly, Θουκυδίδης (ομώνυμο κεφάλαιο από το έργο της «Γιατί η Ελλάδα;)

Perez Zagorin, Ο Θουκυδίδης ως φιλοσοφικός ιστορικός

 

Μαρία Αζέλη, Α1 Λυκείου, Μουσικό Σχολείο Τρικάλων