Μια συνάντηση με την ιστορία

Πώς ο Παύλος Βογιατζής συνάντησε στη Σμύρνη τη χαμένη από το 1922 θεία του

Θυμίζει σκηνές από Ελληνική ασπρόμαυρη ταινία. Ή πάλι σκηνές παιδικών χρόνων κάποιων νεοελλήνων, από εκείνες που ακουμπήσαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Στην αυλή του σπιτιού ή στο εργαστήρι του πατέρα το ράδιο στο διαπασών. Και να μην καταλαβαίνεις και το γιατί… «Αναζητείται ο… χαμένος στη διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής»

Κι όμως την ιστορία ετούτη την έζησες. Αυτόπτης μάρτυς του θαύματος, γίνονταν θαύματα και στα 2004!

Το 1922 η Έλλη Μαρκαρά ήταν μόλις δυο χρονών. Κόρη καθολικού πατέρα και ορθόδοξης μάνας ξέμεινε στη Σμύρνη αφού η συνθήκη της Λωζάννης βάφτιζε Έλληνες μόνο τους Ορθοδόξους. Έμεινε το λοιπόν πίσω όταν όλοι κι ανάμεσα τους κι οι συγγενείς της τράβηξαν κυνηγημένοι κατά τα νησιά.

Η Σμύρνη όμως δεν ήταν όπως παλιά. Παρά τα Γαλλικά και το πιάνο που της μάθαν, η μικρή Έλλη ένιωθε πως η αρχόντισσα πόλη της είχε χάσει ο αλάτι της. Τους Ρωμιούς. Οι μόνοι που είχαν μείνει πίσω κάποιοι λιγοστοί με ξένες υπηκοότητες κι η φαμίλια της.

Ακολούθησαν δύσκολες μέρες. Δεν ήταν εύκολο να λες πως είσαι Ρωμιά, χριστιανή, αν και Τουρκάλα. Όσο κι αν το σύνθημα «Ne mutlu |Turkum diyene» («Τι ευτυχισμένος που είσαι σαν λες πως είσαι Τουρκος») του Κεμάλ Αττατούρκ της έδινε το δικαίωμα να λέει μόνο πως είναι Τουρκάλα τα γεγονότα του 1955 και τα όσα ακολούθησαν την τρόμαξαν.

Ξαναχάθηκε με τους συγγενείς της στην Ελλάδα που είχε βρει το 1953. Πίστεψε για πάντα.

Μόνο που σε ένα προσκύνημα στη Μυτιλήνη, στον τόπο όπου κατέλυσαν οι χαμένοι πια – για πάντα πίστευε συγγενείς της – συγγενείς της έγινε έτσι τυχαία, το θαύμα, βρέθηκε να συζητά με τον εγγονό των εξαδέλφων της, της Μαρίτσας και του Αντώνη!

Μέρες γιορτινές και πασχαλιάτικες σαν ετούτες, το μαίο του 2004 στο Μπουρνόβα στο διαμέρισμα όπου ζει η «θεία Έλλη» ξανασμίξαν ο ανηψιός της ο Παύλος με τη γυναίκα του τη Δέσποινα και το γιο τους τον Αντώνη και Τούρκους φίλους. Κι ήταν άχρηστα τα κόκκινα αυγά και τα τσουρέκια που έφερε ο Παύλος, ο Παύλος Βογιατζής που ‘ταν Νομάρχης Λέσβου στη θειά του γιατί εκείνη είχε φροντίσει να βάψει αυγά και να φτιάξει τσουρέκια και να μαγειρέψει Σμυρνέϊκα πασχαλινά φαγητά. Είχε φροντίσει ακόμα να έχει έτοιμες ιστορίες για τα μακρινά εκείνα Πάσχα του καθολικού πατέρα και της ορθόδοξης μάνας όπου κάθε φορά ο καθένας διατηρούσε για τον εαυτό του τη γνησιότητα του εθίμου.

Κι ακούσαμε οι τυχεροί που βρεθήκαμε εκεί ιστορίες για ανθρώπους, στιγμές, για γλέντια σε μια πόλη όμορφη, λαμπρή με σπίτια ανθρώπινα. Σαν και δαύτο που είχε εκείνες τις μέρες πουλήσει για να μπορέσει να ζήσει… Αλλά και τραγούδια θαμμένα θαρρείς στο μυαλό της που ξαναβγήκαν στο φανερό σα να περίμεναν εκείνη τη στιγμή ακούσαμε.

Η θεία Έλλη, η τελευταία Σμυρνιά, η τελευταία της Σμυρνιάς ρίζας οικογένειας του Παύλου Βογιατζή. «Σαν χαθεί η θεία λέει, είχε πει ο Παύλος τότε, χάνεται κι η τελευταία μιας οικογένειας που κράτησε 600 χρόνια σε ετούτα τα χώματα».

Η «θεία Έλλη» δε ζει πια. Μετακόμισε στη Σμύρνη του ουρανού όπου δε φοβάται. Δε φοβάται να πει πως είναι και Ρωμηά.

Η Σμύρνη, και η Σμύρνη, δε χάθηκε στα 1922…

stonisi.gr