Λίγες μέρες πριν την Εργατική Πρωτομαγιά και στα πλαίσια οργάνωσης του αγωνιστικού εορτασμού της, η ΤΕ Τρικάλων του ΚΚΕ πραγματοποίησε με επιτυχία και μαζικότητα μία ξεχωριστή εκδήλωση με τίτλο: «Ταξική Πάλη – Κοινωνική Εξέλιξη – Λαϊκή Καλλιτεχνική Δημιουργία. Η συμβολή των Τρικαλινών δημιουργών».
Θέμα το οποίο αναδείχθηκε μέσα από την μελέτη «Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο», του Στέφανου Λουκά, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» και πλευρές της παρουσιάστηκαν αναλυτικά στην εκδήλωση.
Το άνοιγμα στην εκδήλωση πραγματοποιήθηκε από την Μαριλένα Χαχάμη, μέλος της ΕΠ Θεσσαλίας του ΚΚΕ. Ομιλητής ήταν ο Στέφανος Λουκάς, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και συγγραφέας του βιβλίου «Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο».
Τόσο η ομιλία του Στ. Λουκά όσο και η μουσικοαφηγηματική παρουσίαση με την αξιοποίηση οπτικοακουστικού υλικού στο οποίο εμφανίζονταν οι Τρικαλινοί λαϊκοί δημιουργοί, αλλά και σπάνια τραγούδια τους, που επιμελήθηκε η Πολιτιστική Επιτροπή της ΕΠ Θεσσαλίας και παρουσιάστηκε στην εκδήλωση, εστίασαν στη βαθιά σύνδεση του λαϊκού τραγουδιού με τη ζωή των ανθρώπων του μόχθου, με την κοινωνική εξέλιξη και την ιστορική πορεία της ταξικής πάλης αναδεικνύοντας ότι το λαϊκό τραγούδι δεν αποτελεί μόνο καλλιτεχνική έκφραση, αλλά και συνοδοιπόρο στους ταξικούς αγώνες, αντλεί έμπνευση από αυτούς, προσφέρει μεγαλύτερη δύναμη και ανάταση στην λαϊκή πάλη.
Ιδιαίτερη και αναλυτική αναφορά έγινε στη συμβολή και στο έργο των Τρικαλινών δημιουργών, οι οποίοι άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στον λαϊκό πολιτισμό της χώρας και στην πορεία της κοινωνικής εξέλιξης. Ανάμεσά τους οι: Βασίλης Τσιτσάνης, Χρήστος Τσιτσάνης, Δημήτρης Παπασίκας, Αποστόλης Καλδάρας, Μπάμπης Μπακάλης, Κώστας Βίρβος, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Γιώργος Σαμολαδάς. Οι δημιουργοί αυτοί, μέσα από το έργο τους, αποτύπωσαν τις ταξικές κοινωνικές αντιθέσεις, την αγωνία και τις προσδοκίες του λαού για μια καλύτερη ζωή, κρατώντας ζωντανό το νήμα της λαϊκής πολιτιστικής δημιουργίας μέχρι σήμερα.
Όλη η εκδήλωση αποτέλεσε ζωντανή προβολή της ιστορίας που έγραψαν οι Τρικαλινοί λαϊκοί δημιουργοί, δίνοντας απόλυτα κατανοητά το μεγαλείο της δημιουργίας τους και το αποτύπωμα που έχουν αφήσει για τη σημερινή και τις επόμενες γενιές των ανθρώπων του μόχθου που έκαναν δικά τους τα τραγούδια τους γιατί εκφράζουν όλες τις πτυχές της ζωής τους.
Όσοι παρευρέθηκαν στην εκδήλωση είχαν την ευκαιρία να «ταξιδέψουν» στο έργο τους, στα βιογραφικά τους στοιχεία αλλά και στα χιλιοτραγουδισμένα και αγαπημένα τραγούδια τους, στα ερεθίσματα που δίνουν, μέσα από το μουσικό – αφηγηματικό πρόγραμμα που ήταν ενταγμένο στην εκδήλωση και παρουσιάστηκε από το μουσικό συγκρότημα Τρικάλων της ΚΝΕ: Δημήτρης Γρηγορίου (μπουζούκι), Βάγια Τάσιου (σαντούρι), Ορφέας Γεροκώστας (κιθάρα – τραγούδι) το οποίο άνοιξε την εκδήλωση, από ορχήστρα αποτελούμενη από τους Τρικαλινούς μουσικούς: Ευθύμιος Γρηγορίου (μπουζούκι – τραγούδι), Μιχάλης Παλμούτσης (κιθάρα), Θωμάς Τάνκος (Μπαγλαμάς), Λίνα Καρέτσου (τραγούδι – ντέφι), Γιώργος Τσιλιχρήστος (τραγούδι) που έντυσαν την εκδήλωση μουσικά παίζοντας τραγούδια των Τρικαλινών λαϊκών δημιουργών, και από τους αφηγητές – ηθοποιούς: Μαρία Μπίτη, Γιώργο Τσιούνη.
`Στην ομιλία του στην εκδήλωση ο Στ. Λουκάς έκανε αναλυτική αναφορά στα ζητήματα που προσεγγίζει η μελέτη του βιβλίου «Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο», για το ίδιο το ρεμπέτικο τραγούδι μέσα από την ιστορική, κοινωνική του εξέλιξη σε συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, δηλαδή κατά το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δίνοντας ταυτόχρονα απαντήσεις σε ενδιαφέροντα ερωτήματα όπως «Το τραγούδησαν αστοί ή εργάτες;», «Τελικά το ρεμπέτικο είναι λαϊκό τραγούδι;», «Είναι τραγούδι των λούμπεν ή των λαϊκών στρωμάτων;», «Προωθεί τα ναρκωτικά;», «Πώς παρουσιάζει τη γυναίκα;», είναι αμιγώς «Ελληνικό ή πολυεθνιτικό;» κ.α.
Με αναφορές στο περιεχόμενο της έκδοσης επισήμανε μεταξύ άλλων: «Η συγκεκριμένη εργασία φροντίζει να “δέσει” την έρευνα για το ρεμπέτικο τραγούδι με την ιστορική, κοινωνική, οικονομική εξέλιξη, για να φωτίσει όσο γίνεται αντικειμενικά βασικές πλευρές του συγκεκριμένου κοινωνικού φαινομένου ως λαϊκής δημιουργίας, οι οποίες επίσης αποτελούν πεδίο διαπάλης, όπως:
Ποια κοινωνικά τμήματα του πληθυσμού το δημιούργησαν και το ανέπτυξαν, ποιες κοινωνικές τάξεις και στρώματα εκφράζει ως λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία, γιατί είναι πραγματική λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία,(οι δημιουργοί του είτε λαϊκοί άνθρωποι οι ίδιοι είτε έχουν άμεση σχέση με το λαό, νοιάζονται για αυτόν), ποια είναι η εξέλιξή της κλπ. Αλλωστε το ρεμπέτικο τραγούδι συντροφεύει τους λαϊκούς ανθρώπους σε όλες τις πτυχές της ζωής τους, τις οποίες επίσης αναδεικνύει σαν γνήσιο λαϊκό τραγούδι.
Γι’ αυτό και άντεξε στον χρόνο ως τις μέρες μας. Το ρεμπέτικο τραγούδι, ως καλλιτεχνική μουσικοστιχουργική λαϊκή δημιουργία και ως κοινωνικό φαινόμενο, έρχεται από πολύ μακριά από το ιστορικο-κοινωνικό παρελθόν.
Έχει τεράστια εξέλιξη -έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα των ταξικών αντιπαραθέσεων όπως κάθε λαϊκή δημιουργία- και ταυτόχρονα αποτελεί αντικείμενο διαμάχης ακόμη και στις έρευνες και μελέτες για την ιστορική εμφάνισή του και τις ρίζες του ποιες κοινωνικές ομάδες, τάξεις, στρώματα αντιπροσωπεύει και εκφράζει, από ποιες ανάλογες ομάδες δημιουργήθηκε και προέρχεται, απαντώντας ότι δεν είναι τραγούδι του περιθωρίου, ούτε δημιουργήθηκε από ανθρώπους του περιθωρίου, αλλά σαν μαζικό φαινόμενο είναι τραγούδι των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης στα αστικά κέντρα, όπως το δημοτικό είναι τραγούδι των λαϊκών στρωμάτων της υπαίθρου».
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε από τον ομιλητή στην εμφάνιση ρεμπέτικων τραγουδιών με αναφορές στην εργατική τάξη, αλλά και την επίδραση της ταξικής πάλης στο ρεμπέτικο τραγούδι, σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Η ταξική πάλη επιδρά στις εργατικές – λαϊκές συνειδήσεις, άρα και στον λαϊκό πολιτισμό, τη λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία. Αφετέρου το ρεμπέτικο ως λαϊκή δημιουργία καταπιάστηκε και ανέδειξε όλα τα κοινωνικά φαινόμενα που υπάρχουν σε μια ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία και μάλιστα σε συνθήκες μιας νέας απότομης προλεταριοποίησης μεσαίων στρωμάτων λόγω της μικρασιατικής προσφυγιάς και όλα αυτά από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Η ίδρυση του ΚΚΕ το 1918 δεν μπορούσε να επιδράσει άμεσα στους λαϊκούς δημιουργούς ώστε να γράψουν ρεμπέτικα με πολιτική χροιά και διέξοδο για το λαό. Οι μεγάλοι απεργιακοί εργατικοί αγώνες από το 1929 και μετά στην τότε καπιταλιστική οικονομική κρίση, συμβάλλουν ώστε να εμφανιστούν δειλά τα πρώτα τραγούδια που μιλούν για εργάτριες και εργάτες, προβάλλοντας αξίες όπως η τιμιότητα, η μπέσα τους η καλοσύνη τους κλπ.
Στη συνέχεια τοποθετήθηκε από τους δημιουργούς του με καλλιτεχνικό έργο στην περίοδο της Κατοχής, του εμφυλίου πολέμου, αλλά και μεταπολεμικά με το κράτος της πιο βάρβαρης καταστολής ενάντια στο εργατικό, στο λαϊκό κίνημα και στην οργανωμένη πολιτική πρωτοπορία του το ΚΚΕ, με εκτελέσεις, δολοφονίες, εξορίες και φυλακές. Και έδωσε το ρεμπέτικο σε όλη αυτήν την περίοδο αριστουργήματα, σε τέτοιο βαθμό και μαζικότητα που η λογοκρισία τα έβγαζε παράνομα.
Οι λαϊκοί δημιουργοί έγραψαν τραγούδια και για την Αντίσταση και για την πάλη του ΔΣΕ. Αλλά και στη συνέχεια όταν το ΚΚΕ το περνά η αστική τάξη στην παρανομία, οι λαϊκοί δημιουργοί του ρεμπέτικου συνεχίζουν να γράφουν τραγούδια για τις συνθήκες που δημιουργούσε το καθεστώς των φυλακών της εξορίας των στρατοδικείων, των εκτελέσεων».
Επίσης ο ομιλητής αναφέρθηκε σε κάποιους ερευνητές του ρεμπέτικου που σκόπιμα προβάλουν τη θέση ότι το ΚΚΕ εναντιώθηκε στο ρεμπέτικο, όταν ήταν το πρώτο κόμμα που άνοιξε διάλογο για αυτό το τραγούδι στις στήλες του «Ριζοσπάστη» το 1947. Ανέφερε πολλά αποδεικτικά στοιχεία για το αντίθετο, γιατί το ΚΚΕ δεν είναι εχθρός του ρεμπέτικου, αλλά του χασικλίδικου -και σωστά- γιατί αντιπαλεύει τις εξαρτήσεις που σπέρνουν οι αστοί για να δημιουργούν νεολαίους και λαϊκούς ανθρώπους χειραγωγήσιμους από την εξάρτηση των ναρκωτικών ώστε να μην μπορούν να αντιπαλέψουν τη σάπια κοινωνία τους.
Αναφέρθηκε επίσης στη γυναίκα μέσα από το ρεμπέτικο η οποία «είχε κατακτήσει ως εργάτρια το σεβασμό του ανδρικού φύλου κυρίως στη Σμύρνη και τα Μικρασιατικά παράλια, αλλά και τη γυναίκα που συμμετείχε στις λαϊκές ορχήστρες την οποία σεβόταν και προστάτευαν οι άνδρες συνάδελφοί της. Σε ένα βαθμό και με δεδομένη την τότε κυρίαρχη κοινωνική συνείδηση η γυναίκα εργάτρια, η γυναίκα από τα λαϊκά στρώματα είχε κατακτήσει, δεν της την παραχώρησαν σε ένα βαθμό την ισοτιμία της και αυτό εκφράστηκε με πολλά ρεμπέτικα τραγούδια».
Αναφέρθηκε επίσης στην εξέλιξή του ρεμπέτικου στη δεκαετία του ’60 και μετά, καθώς και στο ότι τότε εμφανίστηκε και ο διαχωρισμός του έντεχνου λαϊκού από το ρεμπέτικο καθώς συνθέτες με μουσικές σπουδές έγραψαν λαϊκά τραγούδια «πατώντας» στις βάσεις που έθεσε το ρεμπέτικο, αναφέροντας ότι τη διάκριση την έκανε ο Μ. Θεοδωράκης. «Δε συμφωνούμε» είπε με αυτή την άποψη γιατί «αφήνει την εντύπωση ότι το ρεμπέτικο, το λαϊκό τραγούδι είναι άτεχνο πράγμα που δεν ευσταθεί».
Τέλος μίλησε για τον πόλεμο που δέχτηκε το ρεμπέτικο από την αστική τάξη και τα επιτελεία της, ιδεολογικοπολιτικά, ως τραγούδι χωρίς αξία ή και από τις δισκογραφικές εταιρείες που επέβαλαν την αλλοίωση του μαζί με τα μεγάλα μαγαζιά στα οποία διασκέδαζαν αστοί και μικροαστοί.