Ηρακλής Φίλιος : Αρνηθήκαμε τον θεό και τη θεία χάρη του

eikona

Δεν έχω σκοπό να υπεισέλθω με πολιτική αναφορά στα γεγονότα που αυτές τις μέρες διαδραματίζονται. Εξάλλου το να δοθεί πολιτική λύση, δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα χτυπήθηκε στη ρίζα του και ότι αναζητήσαμε τα αίτια της κρίσης.

Έχω την αίσθηση πως ποτέ δεν είναι αργά και πως ποτέ δεν χάνεται κάτι. Η μόνη υπαρξιακή κατάσταση οντολογικής μεταστροφής που δύναται ακέραια να αλλάξει κάθε σκέψη από τη σύλληψη της έως την σάρκωση της, είναι η μετάνοια. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Δεν είναι όμως αδύνατο. Αδύναμη όμως προβάλλει η ανθρώπινη φύση. Και είναι αδύναμη διότι η τρεπτότητα ως απόρροια της δοθείσης από τον Θεό ελευθερία είναι σημάδι μιας κακής χρήσης. Εκείνης δηλαδή της αυτεξουσιότητας που έχει πάντοτε την τάση να κινείται άλλοτε στην πηγή του αγαθού και άλλοτε στην πηγή της αναίρεσης του. Έτσι στον αγώνα τον πνευματικό που είναι πιο αόρατος από ποτέ, οι δυνάμεις της πτώσης και του έρεβους δεν είναι υλικές, ορατές κι εν τέλει αντιμετωπίσιμες μέσω των ανθρωπίνων αισθήσεων, αλλά πνευματικές.

Πιστεύω πως η λέξη κλειδί που ανοίγει μία άλλη πόρτα είναι ακριβώς η λέξη μετάνοια. Και ενώ στη ζωή μας κάποιες φορές δείχνουμε να λυπούμαστε για κάτι άσχημο που πράξαμε, εντούτοις μία τέτοια ομολογία δεν συνάδει με την εκ βάθους και ριζική αλλαγή του νου. Δηλαδή άλλο είναι η μετάνοια και άλλο η μεταμέλεια. Ο Ιούδας δεν μετανόησε και γι’ αυτό δεν σώθηκε η ψυχή του, αλλά μεταμέλησε. Η απόσταση από τη μία κατάσταση στην άλλη είναι και μικρή και συνάμα μεγάλη. Τις περισσότερες φορές είναι μεγάλη. Δεν υπάρχει επίγνωση. Γι’ αυτό το λόγο. Η αυτογνωσία και η συνείδηση βοηθούν στην ελαχιστοποίηση της απόστασης. Όμως σημειώνω ξανά πως δεν είναι εύκολη υπόθεση η μετάνοια. Ο προσωπικός εγωισμός σε κάθε προσωπική και διαπροσωπική του έκφανση είναι ανασταλτικός παράγοντας για οποιαδήποτε ευάρεστη διάθεση.

Όμως κανείς δεν έχει το δικαίωμα και ποτέ δεν το έχει βασικά, να αποκλείσει την μετάνοια. Και το κλειδί αυτό (δηλ. η μετάνοια) ανοίγει μία πόρτα. Τη μεταμόρφωση. Το φως της μεταμόρφωσης διαχέεται παντού. Στον εαυτό μου, στον άλλον, στον ξένο, αλλά και στον Θεό. Ο Θεός από ιδέα γίνεται ουσία. Γίνεται ζωή. Η όντως ζωή. Και αυτή η κατάσταση της αυτογνωσίας, της μετάνοιας, της μεταστροφής και της μεταμόρφωσης, δεν ερμηνεύει τον Θεό, Τον βιώνει. Και η θεία χάρις που δεν είναι ποτέ δεδομένη και απόρροια των κτιστών ενεργειών μας (βούλησης, θέλησης, προσπάθειας κ.ο.κ.) είναι φως άκτιστης παρουσίας της αγάπης του Τριαδικού Θεού στη ζωή μας. Αλλά ποτέ δεδομένο. Φιλοσοφούμενο και βιωμένο ως άκτιστη παρουσία στη φθαρτή κτιστότητα. Κι αυτό χάριν ελέους Θεού. Τίποτε και ποτέ δεν επιτυγχάνεται, δεν αποκτάται και δεν βιώνεται χωρίς το έλεος του Θεού.

Η φύση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας είναι φύση εκτός φύσεως. Κι ενώ η φύση της εδώ κι αιώνες έχει βαπτιστεί στο στοιχείο της ελληνικής φιλοσοφίας και της θεολογίας της ορθόδοξης ανατολής, εντούτοις παραμένει αλλοτριωμένη. Τίποτε δεν θυμίζει κάτι από τη μεσότητα, τη λιτότητα, την ηθική της ελληνικής φιλοσοφίας. Και τίποτε δεν θυμίζει την ασκητική της αγάπης και του ήθους της ορθόδοξης αλήθειας. Δεν φταίει η κοινωνία. Δεν φταίει ο άλλος. Δεν φταίνε οι πολιτικοί. Δεν φταίνε οι κερδοσκόποι. Φταίω ο ίδιος για τον εαυτό μου. Φταις εσύ για τον εαυτό σου. Φταίει ο άλλος για τον δικό του εαυτό.

Η σύνολη προσπάθεια εντοπίζεται στην προσωπική υπόθεση του εαυτού μου και η ευθύνη απαγκιστρώνεται από την ευθύνη των άλλων και αφορά τη δική μου ευθύνη. Αν δεν αλλάξω ο ίδιος, δεν θα αλλάξει τίποτε. Αν δεν δω μέσα μου, ο άλλος θα είναι η αποπροσανατολισμένη μου εικόνα. Αντιστρέφοντας τον εαυτό μου, αντιστρέφω τον άλλον σε μένα. Ειδωλοποιώ εμένα στην εικόνα του άλλου και ο άλλος καταντά υπεύθυνος για όλα. Όχι όμως εγώ ο ίδιος. Αυτό είναι τραγικό. Είναι ειρωνία. Είναι άρνηση ευθύνης και η αλήθεια είναι ότι η μεταστροφή της κοινωνίας σε ήθος σύνολης αντίληψης ως πνευματική υιοθέτηση οντολογικής μεταστοιχείωσης, περνάει μέσα από τη δική μου αλλαγή, μέσα από τη δική μου μεταμόρφωση. Επώδυνη, ψυχικά επώδυνη, όμως σωτήρια και χαρισματική.
Βλέποντας τον ελληνικό λαό αναστατωμένο και μπερδεμένο, έρχεται στο νου μου η ευαγγελική περικοπή που αναφέρει ότι ο Χριστός βλέπει «τους όχλους, εσπλαγχνίσθη δι’ αυτούς, διότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα».Χαμένοι. Αναστατωμένοι. Χωρίς κάποιον να τους συμβουλεύσει. Να τους κατευθύνει. Ένας κόσμος που τα έχει χάσει και ζει στην αφασία του. Κόσμο άναρχο. Κόσμο «μονώτατο» στον εαυτό του.
«Ο Θεός είναι νεκρός, Τον έχουμε σκοτώσει και είμαστε ορφανοί» όπως θα πει ο π. Φιλόθεος Φάρος. Λύπη και αλλοτρίωση. Οδύνη στην ηδονή της μοναξιάς. Και η μοναξιά αυτή γνωρίζετε πως δεν συνάδει με την αγαπητική συνύπαρξη και κοινωνία των προσώπων. Σαν να μένει ακόμη ανεκπλήρωτος ο πόθος του Χριστού. Αυτή η ρήση του «ίνα ώσιν εν» σαν να χάθηκε στο χρόνο τον εσχατολογικό μεν, αλαζόνα δε. Αν συνηθίζαμε στην ασκητική ως συνήθεια, ως στάση ζωής και ως ήθος ορθόδοξου ανθρωπισμού, όλα θα άλλαζαν, όλα θα μεταμορφώνονταν.

Όμως προτίμησα και προτιμήσαμε να «σκοτώσουμε» τον Θεό, να αφαιρέσουμε από Εκείνον την αλήθεια της θεότητας Του και να θάψουμε στη λησμονιά την αναστάσιμη πραγμάτωση. Δεν είδα και δεν είδαμε τον άλλον ως πάσχοντα. Δεν εντρυφήσαμε στη θεολογία της αγάπης και της θεραπείας της νόσου. Δεν φέρθηκα και δεν φερθήκαμε στον άλλον ως ιδιαίτερη, ξεχωριστή, έως και εντελώς διαφορετική εικόνα από τη δική μας φτωχή σκιά. Δεν μίλησα και δεν μιλήσαμε στον άλλον ως άνθρωποι που κατανοούμε, πάσχουμε, μα περισσότερο νιώθουμε. Σκοτώσαμε τον άλλον, τον αδιάφορο, αυτόν που δεν πάμε και αρνηθήκαμε εωσφορικά τη λάμψη της χοϊκής και τιποτένιας μας σκιάς. Όμως η σκιά αυτή έχασε ακόμη και την ύπαρξη της σαν αντανάκλαση. Χάθηκε που χάθηκε η εικόνα μας, χάθηκε και η σκιά μας. Και τότε έμεινα και μείναμε μόνοι. Χωρίς Θεό. Όχι γιατί ο Θεός μας εγκατέλειψε, αλλά γιατί ο ίδιος υποκριτικά και όλοι μας Τον «σκοτώσαμε», αρνηθήκαμε το έλεος Του, μισήσαμε την αγάπη Του στον συνάνθρωπο μας και μείναμε στην άσαρκη σκιά της βεβυθισμένης μας αποχαύνωσης.

Κι αν απορούμε γιατί τα «γιατί» έχουν λόγο ύπαρξης στη ζωή μας, αυτό σημαίνει ότι η αυτογνωσιακή μας τοξοβολία ποτέ δεν κατάφερε όχι να πετύχει απλά, αλλά να προσεγγίσει το στόχο, το κέντρο των ζητημάτων. Κινούμενη περιφερειακά απομυθοποίησε τον χριστοκεντρικό χαρακτήρα της όλης ζωής, βούτηξε την άνοιξη στο κρύο του χειμώνα, σώπασε το ανοιξιάτικο κελάηδημα των πουλιών και φύσηξε χάος στο ζωντανό κούνημα των λουλουδιών, χρωματίζοντας άχρωμα τα εκφραστικά τους χρώματα. Τα «γιατί» έχουν την ύπαρξη τους στη φύση του καθενός από εμάς. Στη φύση μου, στη φύση του διπλανού μου, στη φύση του άλλου. Αν ίσως ο εαυτός γίνει εργαστήρι μυστικής και ταπεινής προσευχής στη διάρκεια όλης της ημέρας, ίσως τότε να αρχίσει να φαίνεται ότι υπάρχει Χριστός μέσα μου, μέσα σου, μέσα στον κάθε ένα.

Αν όλη η προσοχή στραφεί από εδώ και περά στη σιωπή, στην υπομονή και στην προσμονή, αν η ζωή αυτή αναζητήσει τον κατάλληλο για την κάθε ψυχή πνευματικό ιατρό, αν θελήσει αυτή η ψυχή να εξομολογηθεί για τις πτώσεις και τις εμμονές της, τις αλητείες της και τις αδιαφορίες της, αν συγκινήσει τα μάτια και στάξουν έστω ένα δάκρυ, αν ποτίσει το σώμα της με Αίμα Χριστού και ντύσει την ανεπάρκεια της με Αίμα Χριστού, αν θρηνήσει ήρεμα για τις αρνήσεις της, αν εκκεντριστεί στη ζωή της εκκλησίας, αν βυθιστεί σε μία μετάνοια ως νέα ζωή, ως καινή ζωή, ως όμορφη αλήθεια, τότε η χάρις του Τριαδικού Θεού ήδη διαπνέει τη φτώχια της και την ανημποριά της. Τότε μυρίζει Θεός, ανασαίνει Θεός, φιλάει Θεός, γλυκαίνει Θεός, ερεθίζει Θεός, μεταμορφώνει Θεός, ζει Θεός. Υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να μυρίσει παράδεισο;

ηρακλής φίλιος
([email protected])

.