Ηλίας Γιαννακόπουλος: Ένα εγκώμιο για την Σκέψη

(Βιβλιοκριτική του νέου βιβλίου του Ηλία Γιαννακόπουλου «Σκέψης Εγκώμιον»)

Κωστής Δεμερτζής

«Οχθήσας δ’ άρα είπε προς όν μεγαλήτορα θυμόν»

(Ομήρου Οδύσσεια, ε΄ 407)

«Κι αναστενάζοντας, μίλησε με την μεγάλη του ψυχή, και είπε». Παρόμοια, με την ψυχή του μιλάει κι ο Ποσειδώνας στο ε΄ 285 της Οδύσσειας: «κινήσας κάρη προτί ον μυθήσατο θυμόν», δηλαδή, κουνώντας το κεφάλι, είπε αυτά – με λέξεις (μυθήσατο) στην ψυχή του.

Από τον εκδοτικό οίκο «ΑΠΟΠΕΙΡΑ» κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο «ΣΚΕΨΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ», του φίλου συγγραφέα και συνταξιούχου καθηγητή (Φιλόλογου) Ηλία Γιαννακόπουλου.

 

Έχουμε επισημάνει και με άλλη ευκαιρία την ιδιοτυπία της γραφής και της δομής των δοκιμίων του Γιαννακόπουλου: πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για έντιμες καταστρώσεις συλλογισμών στην μορφή της «θέσης»«αντίθεσης»«σύνθεσης». Ο Γιαννακόπουλος, δηλαδή, προκειμένου να διεισδύσει στο θέμα του, τακτοποιεί τις ιδέες του γι’ αυτό, και ερευνά: ποιες είναι οι δυνατές απόψεις; Ποιοι υποστηρίζουν την μία άποψη – και με ποια επιχειρήματα; Ποιοι υποστηρίζουν την άλλη άποψη, και με ποια επιχειρήματα; Και – εν τέλει – τι έχουμε να πούμε εμείς γι’ αυτό; Θα μπορούσε κανείς, πίσω από την φόρμα του κάθε κειμένου, να δει ένα, μισοξεχασμένο, σήμερα, και οπωσδήποτε κατασυκοφαντημένο, μοντέλο – υπόδειγμα – παράδειγμα της «έκθεσης ιδεών».

Ως «έκθεση» νοείται η παρουσίαση ενός συνόλου στοιχείων σε μια συντεταγμένη σειρά, όπως εκθέτεις τα εκθέματα ενός μουσείου, ή μια συλλογή πινάκων, ή τις τελευταίες εκδόσεις ενός εκδοτικού οίκου σε μια «έκθεση βιβλίου». Εδώ, στην «έκθεση ιδεών», συνεπώς, εκτίθενται «ιδέες». Ως είδος λόγου, η «έκθεση ιδεών» αναφέρεται στην συντεταγμένη έκθεση, δηλαδή στην παράθεση των ιδεών, κατά τρόπο που να «βγάζει νόημα», καθώς οι ιδέες που εκτίθενται συσχετίζονται η μία με την άλλη, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα υπερκείμενο σχήμα, από την κατάταξή τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι ιδέες, σαν ζωντανά όντα, στον μεταξύ τους συνδυασμό, γεννούν νέες ιδέες. Σε κάθε περίπτωση, η «έκθεση» έχει ως κύριο έργο την τακτοποίηση των «ιδεών», σε ένα σχήμα αναλογικό και εύλογο, το οποίο είναι διατεταγμένο και κατανοητό. Ένα χαρακτηριστικό του είδους, στον τρόπο που το χρησιμοποιεί ο Γιαννακόπουλος είναι οι συχνές αναφορές σε ρητά διαφόρων προσωπικοτήτων. Κάποτε – κάποτε, ένα ρητό επιλέγεται για να εκπροσωπήσει μια θέση, ή για να την υποστηρίξει.

Με αυτή την δομή, η δοκιμιακή φόρμα γίνεται ένα είδος οχήματος, με το οποίο ο Γιαννακόπουλος διατρέχει όλες τις περιοχές της ζωής μας, και κάθε επιστητό.

Μετά τον πρόλογο, με τον τίτλο «Σκέψης Εγκώμιον» (που ταυτίζεται με τον τίτλο του βιβλίου) ο Γιαννακόπουλος διατρέχει, σε ξεχωριστά κεφάλαια του βιβλίου του, με έναν αριθμό στοχευμένων δοκιμίων το καθένα, τις περιοχές της Φιλοσοφίας, της Ψυχολογίας, της Γλώσσας και των λέξεων, του Ανθρώπου, της Ελλάδας, της Ιστορίας, της Κοινωνίας, της Πολιτικής, της Δημοκρατίας, της Κοινής γνώμης και της προπαγάνδας, της Θρησκείας, της Οικολογίας, του Κορωνοϊού, της Βίας και της δύναμης, της Πρότασης ζωής, της Ελευθερίας, της Εποχής μας, Σκέψεις πάνω σε στίχους, την Αγάπη, το Παραμύθι για το «βιβλίο του Κόσμου» και την Πολυπολιτισμικότητα. Τα δοκίμια του κάθε κεφαλαίου είναι ενδεικτικά, αλλά «χωροθετούν», δηλαδή «ορίζουν» τομείς σκέψεις, όπως δύο σημεία δείχνουν μίαν ευθεία, δυο ευθείες ένα σημείο, δύο επίπεδα μια ευθεία, τρία επίπεδα ένα σημείο κ.τ.λ. Έτσι, στο κεφάλαιο για την «κοινωνία», τα σημεία – οριστικά ενός «επιπέδου» ή «πεδίου» προβληματισμού ορίζονται ως εξής: «στερεότυπα, μια αφανής εξουσία», «ανεκτικότητα και ηθικός σχετικισμός», «αγέλη ή άτομο: η κοινωνική ταυτότητα».

Αν διεισδύσουμε στην διαλεκτική του τελευταίου αυτού δοκιμίου, θα βρούμε, στην προμετωπίδα του, ένα ρητό – την πιο γνωστή φράση της Γαλάτειας Καζαντζάκη, αγαπημένη και μη εξαιρετέα και για την εφημερίδα μας: «εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω».

Στην ίδια την διαλεκτική δομή του δοκιμίου:

  • Ως πρώτη θέση υπό τον τίτλο του «εικόνα σου είμαι κοινωνία», εξετάζεται η θέση ότι ο άνθρωπος είναι «προϊόν των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων». Η εξέταση είναι λεπτομερής, η θέση αυτή ελέγχεται σχολαστικά και οι αναφορές περιλαμβάνουν τον Έριχ Φρομ και την αμερικανίδα αρθρογράφο Mignon Mc Laughlin, «Κάθε κοινωνία τιμά τους ζωντανούς κομφορμιστές και τους νεκρούς ταραχοποιούς της».

  • Ως δεύτερη θέση εξετάζεται «η αυτονομία του ανθρώπου». Ως δείγμα αυτονομίας, η ανυπακοή στην «συμπεριφορά αγέλης» (herd behavior).

  • Ως σύνθεση επιχειρείται μια κοινωνική ατομικότητα, στην τρίτη παράγραφο του βιβλίου, όπου το δοκίμιο κλείνει μια προσωπικότητα κύρους όχι μικρότερου απ’ αυτήν του Αϊνστάιν: ο άνθρωπος είναι σύνθεση εξωτερικών αιτιών (που δρουν αιτιοκρατικά) και της «εσωτερικής ανάγκης».

Στο όλο τους, τα δοκίμια του τόμου πραγματώνουν μια μορφή εγκυκλοπαιδικού ουμανισμού, ενός ήπιου, αλλά εδραίου διαφωτισμού, μιας «προοδευτικότητας», από μιαν άποψη, η οποία είναι δουλεμένη αρκετά, ώστε να μην εξαρτάται από τις μόδες των προοδευτικοτήτων των κομμάτων μας – και των εφημερίδων τους.

Ο όρος «εγκυκλοπαιδικός» αναφέρεται, εδώ, στην οικουμενικότητα, την καθολικότητα του προβληματισμού, ο οποίος εμβαθύνει κατά τρόπο ανάλογο σε όλα τα σημεία που θίγει, όπως το άροτρο που οργώνει ένα χωράφι.

Υπάρχει μια θεμελιακή υπόθεση σε ένα τέτοιο είδος νοητικό εγχείρημα. Η δύναμη των λέξεων, ή οι λέξεις ως «άλλη εξουσία». Σύμφωνα με τους συλλογισμούς και τα επιχειρήματα που οργανώνει ο Γιαννακόπουλος, στο δοκίμιο των σελ. 80-85 του βιβλίου («Λέξεις: η άλλη εξουσία»), «οι λέξεις κατασκευάζουν την εικόνα που έχουμε για τους άλλους και τον κόσμο… η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία των λέξεών του… τα πράγματα (είναι) γίνονται έννοιες (εν-νω) κι αυτές με τη σειρά τους γίνονται λέξεις (λέγω). Έτσι, όταν τα πράγματα απουσιάζουν, με την βοήθεια των λέξεων μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτά».

Στην δύναμη των λέξεων αναφέρεται και το παραμύθι για «το βιβλίο του κόσμου»: ο κόσμος (= το μυθικό βασίλειο) δεν κυβερνιέται με την οργή (αν και η τελευταία τον κρατάει σε εγρήγορση), δεν κυβερνιέται με την αγάπη (είναι βάση μιας θρησκείας, αλλά όχι αρκετή για την διακυβέρνηση), δεν κυβερνιέται με την δράση (καλή κι αυτή, αλλά – τον στοχασμό, πού τον βάζεις;), δεν κυβερνιέται με την σκέψη (και την δράση πού την βάζεις;), κυβερνιέται με τις λέξεις! – γιατί αυτές ορίζουν και την οργή, και την αγάπη, και την δράση, και την σκέψη. «Η λέξη είναι η δύναμη της εξουσίας».

Άρα, ο λαός, σε μια δημοκρατία, πρέπει να έχει καλή σχέση με τις λέξεις του, να τις έχει καλλιεργήσει, να τις έχει δουλέψει, να τις κατέχει, ώστε να μην του επιβληθεί καμία αυταρχική και ολοκληρωτική εξουσία, αλλά να δουλέψει η δημοκρατία όπως πρέπει, στην ουσία της.

 

Το Ησιόδειο άροτρο, για την καλλιέργεια του λόγου. «Την μεν τοι κακότητα και ιλαδόν εστιν ελέσθαι – ρηδίως. Λείη και Ημέραι, (287-292).
Ούτως δε πανάριστος, ός αυτός πάντα νοήσει / φρασσάμενος μεν οδός, μάλα δ’ εγγύθι ναίει». Με χαρά σου μπορείς να διαλέξεις την κακότητα, και ευκολία, γιατί είναι δίπλα σου: ανοίγεις την τηλεόραση, μπαίνεις στην «λογική των ειδικών» (και των προπαγανδιστών τους) και μετά την υπερασπίζεσαι «με δικά σου λόγια». Αλλά για να καλλιεργήσεις ΟΝΤΩΣ το χωράφι των συλλογισμών σου, θέλει ιδρώτα. Το λέει κι ο Ησίοδος (Έργα: ο καλύτερος είναι αυτός που θα καταλάβει τα πάντα από μόνος του / αφού σκεφτεί).

Και μόνο με την θέση του βιβλίου σ’ αυτή τη βάση, βέβαια, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ρίξει το βλέμμα του πέρα απ’ αυτό: αριθμοί, εικόνες και σχήματα που κινούνται πέρα από τις λέξεις – και το ότι, τελικά, η πραγματικότητα δεν περιορίζεται στις λέξεις, δηλαδή οι λέξεις παράγουν την «δική τους» πραγματικότητα, και όχι αναγκαία αυτήν από την οποία προέρχονται. Ότι, με το ίδιο υλικό, μπορείς να επιλέξεις και να τακτοποιήσεις τα πράγματα έτσι, ώστε να αναδεικνύεις την μία θέση, όσο και την αντίθετή της. Ότι η κύρια δύναμη των λέξεων και των συλλογισμών και των κατασκευών που στηρίζονται σ’ αυτές είναι όχι καταρχάς λογική, αλλά ρητορική, και, ως προέκταση της ρητορικής, ποιητική. Και ότι αυτήν ακριβώς την λειτουργία, την ρητορική, τείνει να υπηρετήσει η συχνή προσφυγή σε ρητά από προσωπικότητες ιστορικού κύρους, εξαϋλώνοντας την ατομική ευθύνη του συλλογισμού σ’ έναν αχνό κύρους των άλλων. Ωστόσο, όλα αυτά είναι προβλήματα που το ίδιο το βιβλίο θέτει και εξετάζει – και είναι αυτός ένας λόγος για τον οποίο ο λόγος, τελικά, έχει προοπτικές νίκης: επειδή έχει την «μετα-γλωσσική» λειτουργία, την δύναμη να εξετάζει τον εαυτό του. Στο κάτω – κάτω, από δυσκολίες «…αρετής προπάροιθε αγώνα θεοί έθηκαν αθάνατοι!», (Μα μπρος στην αρετή ιδρώτα βάλανε οι θεοί οι αθάνατοι, Ησίοδος, «Έργα και Ημέραι», 281).

Θα το ξαναπούμε: η άποψη του Γιαννακόπουλου, μέσα απ’ όσα προβλήματα εξετάζει στο βιβλίο του, είναι αισιόδοξη: η δύναμη του λόγου είναι η σανίδα στην οποία επιβαίνει ο άνθρωπος, σε ατομικό επίπεδο, καταρχάς, αφού ο συλλογισμός αναπτύσσεται κατά μόνας, καθώς ο άνθρωπος μιλάει με τον εαυτό του (έτσι μίλαγε, στον Όμηρο, ο Οδυσσέας στην ψυχή του, αλλά και ο Ποσειδώνας στην δική του (ε΄, 285) και ναι μεν καταδύεται στην δύναμη των ιδεών (μέσω των λέξεων) ατομικά, αλλά αυτό το πράττει προκειμένου να ενωθεί με άλλους στοχαστές, στο είδος του κοινωνικού όντος που «είναι» διαρκώς, έχοντας «εξετάσει», με την Σωκρατική έννοια, τον βίο του.

Ο Κωστής Δεμερτζής είναι εκδότης της εφημερίδας «ΝΕΑ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΥΒΟΙΑ», δικηγόρος και συγγραφέας.;