Η απάντηση του υπουργού Εξωτερικών Ε. Βενιζέλου, στην γραπτή ερώτηση στην Βουλή του Μανώλη Γλέζου ότι, στις 11 Φεβρουαρίου 2014, παρέλαβε από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους το πόρισμα της Ομάδας Εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τις πολεμικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο και, ακριβώς την επομένη, ζήτησε την γνωμοδότηση για το θέμα αυτό της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, χωρίς αμφιβολία, «φωτογραφίζει» για μια ακόμα φορά την σοβαρή αβελτηρία του Ελληνικού Κράτους και τις ευθύνες των κυβερνώντων απέναντι σ’ αυτό το μείζον εθνικό θέμα.
Από την άλλη πλευρά, έχει προαναγγελθεί, ότι θα επισκεφθεί την Ελλάδα επίσημα, στις 5 – 7 Μαρτίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Γερμανίας Γιόακιμ Γκάουκ, ο οποίος, πέραν των συναντήσεων με την Ελληνική πολιτική ηγεσία, θα πάει σε τόπους θυσίας και ολοκαυτωμάτων κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, όπως, για παράδειγμα, στο χωριό Λυγγιάδες της Ηπείρου, όπου, τον Οκτώβριο του 1943, η ορεινή Γερμανική μεραρχία Εντελβάις έκαψε το χωριό και σκότωσε ογδόντα δύο ανθρώπους, ως αντίποινα για την δολοφονία ενός Γερμανού αξιωματικού από αντάρτες.
Οι δύο παραπάνω εξελίξεις, αν και, εκ πρώτης, δεν έχουν κάποια άμεση συνάφεια, εν τούτοις αποτελούν διαχρονικά, την παράλληλη στάση και σύμπλευση στο μείζον αυτό εθνικό θέμα, των πολιτικών ηγεσιών της Ελλάδας και της Γερμανίας. Η, μεν, πολιτική ηγεσία της Ελλάδας επιδεικνύει την πολιτική της εθελοδουλία απέναντι στην Γερμανία, η, δε, πολιτική ηγεσία της Γερμανίας, διαχρονικά και συστηματικά, προσπαθεί να περιορίσει το ζήτημα αυτό, στο επίπεδο της αναγνώρισης του «ηθικού χρέους» της σύγχρονης Γερμανίας, χωρίς να καταβάλλει τις οφειλόμενες και απαράγραπτες πολεμικές επανορθώσεις.
Εξήντα οκτώ, όμως, χρόνια μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και είκοσι τρία χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας (Οκτώβριος του 1990), είναι, περισσότερο από ποτέ, ώριμη η στιγμή να τεθεί προς επίλυση το θέμα αυτό. Είναι, άλλωστε, βέβαιο ότι, αυτή η βάρβαρη λεηλασία της Ελλάδος από τον ναζιστικό στρατό κατοχής συνετέλεσε καθοριστικά στην οικονομική υστέρηση και κοινωνική οπισθοδρόμηση της Χώρας μας, η οποία, πλέον, με ευθύνες της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και των πολιτικών «θεραπαινίδων» αυτής, έχει μετατραπεί σε παγκόσμιο οικονομικό «πειραματόζωο» από το Βερολίνο, εμπνευστή της σκληρής μονεταριστικής πολιτικής σε βάρος του Ευρωπαϊκού Νότου.
Δεν υπάρχει, πλέον, ούτε ένα «φύλλο συκής» για την πολιτικοοικονομική «ελίτ» της Χώρας και την πολιτική της «εθελοδουλία» απέναντι στην Γερμανική αλαζονεία και οικονομικό εθνικισμό, ιδιαίτερα μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990, όπου ήρθη ο όρος αναστολής πληρωμών, που είχε τεθεί στην Συνδιάσκεψη του Λονδίνου το 1953 και παρήλθε η πενταετής προθεσμία, που δόθηκε στην Γερμανία για την καταβολή αποζημιώσεων, με την Συμφωνία της Μόσχας, γνωστής ως «Συνθήκη 4+2», το 1990. Έτσι, δεν υπάρχει κανένα νομικό εμπόδιο για την διεκδίκηση από την Ελλάδα του συνόλου των οφειλών του Γερμανικού Δημοσίου για την ναζιστική βαρβαρότητα στην Χώρα μας, όπως την απόδοση του κατοχικού δανείου ύψους περίπου 68 δις ευρώ χωρίς τους νόμιμους τόκους, την απόδοση των αποζημιώσεων, που επιδικάσθηκαν στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού το 1946 (7 δις 100 εκατομμύρια δολλάρια ΗΠΑ, σημερινής αξίας 108 δις ευρώ χωρίς τόκους), την απόδοση των ληστευμένων από τους Ναζί αρχαιολογικών θησαυρών της Χώρας, καθώς επίσης και τις αποζημιώσεις των φυσικών προσώπων από τα 110 περίπου Ολοκαυτώματα, που διέπραξαν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής της Βέρμαχτ.
Οι ευθύνες της πολιτικοοικονομικής Ελληνικής «ελίτ» και του πολιτικού προσωπικού, που κυβέρνησε αυτή την Χώρα, ιδιαίτερα σήμερα, εν μέσω της σφοδρής οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης από τον μνημονιακό «οδοστρωτήρα» και της μετατροπής της Χώρας μας σε ιδιότυπη «αποικία χρέους» του «Τέταρτου Οικονομικού Ράιχ», αγγίζουν τα όρια της εθνικής προδοσίας.
.