Χρίστος Λιάπης : Για τη μετατροπή της Αγία-Σοφιάς σε τζαμί

88999990

Το δοκίμιο είχε τίτλο «Έξελθε πόνε βασιλεύ». Το είχα γράψει 12 χρόνια πριν, 6ετής φοιτητής -τότε- της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γυρνώντας από ένα διεθνές ιατρικό συνέδριο που είχε λάβει χώρα στην Κωνσταντνούπολη, με θέμα τη νόσο του Parkinson και τις χρόνιες νευρολογικές παθήσεις. Με αφορμή τα πρόσφατα σενάρια που εξυφαίνει ο υπηρεσιακός υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, Γιαλτσιν Τοπσου, περί επαναμετατροπής της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, αναδύονται, επίκαιρα, στη μνήμη μου, κάποια αποσπάσματά του:

«Η τελετή έναρξης του συνεδρίου έλαβε χώρα ανήμερα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου… Η πονεμένη αυτή, πάλαι ποτέ, πρωτεύουσα του Βυζαντίου παραδομένη από καιρό στην εκφυλιστική αλλοίωση των αιώνων κρύβει σε κάθε παλιά γωνιά της μια εσωτερικευμένη πίκρα, μια απροσδιόριστη νοσταλγία του ανεκπλήρωτου, ένα συναίσθημα που μοιάζει με το πικρό παράπονο της επιστροφής στην προτέρα κατάσταση που διακατέχει όλους τους χρονίως πάσχοντες, που βλέπουν μέρα με τη μέρα την υγεία τους να επιδεινώνεται. Αυτή η Πόλη είναι τελικά ο μεγάλος ασθενής της ιστορίας, ο χρόνιος πάσχων των αιώνων. Στον τοίχο προβάλλονται φωτογραφίες από το μικροσκόπιο που απεικονίζουν τις παθολογικές αλλοιώσεις στα εγκεφαλικά κύτταρα ασθενών με νόσο του Alzheimer: κυτταρικός ιστός με περιοχές εκφυλιστικών βλαβών, γεροντικές πλάκες και νευροϊνιδικές αλλοιώσεις. Κοιτάζω έξω, την Πόλη, την Ισταμπούλ. Από ψηλά μου φαίνεται σαν ένα τεράστιο παθολογοανατομικό παρασκεύασμα κάτω από τα μάτια των αιώνων. Πυκνόκτιστα σπίτια σαν διακλαδισμένα κύτταρα, πολεοδομικός ιστός που τον διατρέχει γαλάζιος ο Κεράτιος σαν μια μεγάλη φλέβα, συναπτικές γέφυρες, άνθρωποι και αυτοκίνητα που κινούνται αδιάκοπα σαν ιόντα, η Προποντίδα και ο Βόσπορος, φραγμός και σηραγγώδης κόλπος και μέσα σ’ όλα αυτά, πλάι στους τρούλους των εκκλησιών, οι μιναρέδες να υψώνονται σαν δυστροφικοί νευρίτες, σαν ινιδικές εκφυλιστικές αλλοιώσεις. Τοπίο αλωμένο και ανιάτως πάσχον. Μπερδεύονται μέσα μου η ιατρική με την ιστορία, η παλιγγενεσία με την παγκοσμιοποίηση. Οι αναμοχλεύσεις των παθών δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν παρά μόνον περισσότερο πόνο. Τώρα ανοίγονται οι δρόμοι της συνεργασίας, της φιλίας, της κοινής ευρωπαϊκής προοπτικής, η πάσχουσα Πόλη της Άλωσης έχει σήμερα την εικόνα της μητροπολιτικής Ισταμπούλ που απλώνει τις γέφυρές της σε Ανατολή και Δύση, σαν τους ελπιδοφόρους αναγεννητικούς νευρίτες που υπόσχονται την ίαση της νόσου του Alzheimer…. «Εμείς είμαστε οι αληθινές χώρες….» όπως έγραφε ο Μάικλ Ονταάλτζε στον ‘Άγγλο Ασθενή’….

Πάλι ο ανθρώπινος πόνος, για την ανακούφιση του οποίου βρεθήκαμε στη Βασιλεύουσα, ο Πατριάρχης Πόνος λαμπροφορεμένος με άμφια, ο πόνος εσταυρωμένος πίσω από την Αγία Τράπεζα, ο πόνος κρεμασμένος απ’ την Ωραία Πύλη σαν τον Γρηγόριο τον Ε’, ο πόνος των Παρκινσονικών, ο πόνος της θυσίας του κάθε γιατρού, ο πόνος ενταφιασμένος στον περίβολο της Παναγιάς της Μπαλουκλιώτισσας στα συλημένα μνήματα των Πατριαρχών, δίπλα στη μισοσβησμένη επιγραφή: «Επιστήμη ιατρού ανυψώσει κεφαλήν αυτού και έναντι μεγιστάνων δοξασθήσεται».

Μια πόλη πολιορκημένη είναι και ο κάθε Παρκινσονικός ασθενής, με τα βασικά του γάγγλια επασβεστωμένα σαν τα ψηφιδωτά της Αγια-Σοφιάς, με το ιαμβικό του βάδισμα, σκυφτό -κυνηγώντας με τα κοφτά του βήματα το κέντρο βάρους του που γέρνει μπροστά- για να μην πέσει. Μια πόλη σαν την αλωμένη Κωνσταντινούπολη, σαν τη σημερινή Ισταμπούλ που προσπαθεί να ισορροπήσει το κέντρο βάρους της ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον των αιώνων. Η λαχτάρα του κάθε πάσχοντος από την νόσο του Parkinson ανεβαίνει κάθε μέρα στις πολεμίστρες και κοιτάζει έξω από τα τείχη, κοιτάζει τις στρατιές των συμπτωμάτων που πληθαίνουν, τα στίφη του πόνου (σωματικού και ψυχικού) που ετοιμάζονται να τον αλώσουν. Κοιτάζει και προς τα ‘θαλασσινά τειχιά’, προσμένει με αγωνία κάποια βοήθεια ‘απ’ τη Δύση’, ένα νέο φάρμακό, μια καινούρια θεραπεία που θα ανασχέσει την προδιαγεγραμμένη πορεία. Κανένα όμως καράβι δε φαίνεται στον ορίζοντα. Αργόπρεποι οι δρόμοι των νέων θεραπειών και μέχρι εκείνες να μπορέσουν να εφαρμοστούν πρέπει οι πολιορκημένοι Παρκινσονικοί να βρούνε μέσα τους τις δυνάμεις που θα στηρίξουν την αξιοπρέπεια και την ποιότητα της ζωής τους, μέχρι το τέλος της πολιορκίας.

Στις διαφάνειες ξεδιπλώνεται το επιλεγόμενο ‘Παρκινσονικό Προσωπείο’, το ‘παγωμένο πρόσωπο’ των παρκινσονικών, καθώς η δυσκαμψία εμποδίζει την εκφραστικότητά τους. Αισθήματα καθηλωμένα, μαρμαρωμένα, αποκομμένα από την προσωπική εξωτερίκευση, πρόσωπο σαν τη μορφή του ‘Μαρμαρωμένου Βασιλιά’, του τελευταίου αυτοκράτορα και υπερασπιστή της Πόλης, του καθενός Παρκινσονικού που ρίχνεται στη μάχη ενάντια στα στίφη της αρρώστιας και μέσα στην απελπισία του ζητά τον αξιοπρεπή θάνατο: «Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;….» Πολεμά μόνος, χωρίς τα αυτοκρατορικά εμβλήματα, για να τον αναγνωρίσουν μετά θάνατον, από τους αετούς στις περικνημίδες, όταν ο πόνος θα έχει πια περάσει και η πολιορκία θα έχει πια λυθεί. «Έξελθε Πόνε Βασιλεύ…» και μακάρι, από ένα συνέδριο που έγινε στην Πόλη της οποίας οι κάτοικοι φτάσανε κάποτε στο ύψιστο σημείο να παρηγορούν με τα τραγούδια τους την ίδια την Παναγιά, να αναβρύσει μια μικρή στάλα παρηγοριάς για όλους τους χρονίως νευρολογικώς πάσχοντες και για τις οικογένειές τους. Σώπασε κυρά – Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις…»

Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD
Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών

.