Χρήστος Γκίμτσας: Τέτοια εποχή ήταν…

Δεν μπορείς να το πεις  και ορεινό αυτό το χωριό. Επτακόσια τόσα μέτρα υψόμετρο. Ηταν  όμως κεφαλοχώρι στις καλές εποχές, με δυό χιλιάδες και παραπάνω χωριανούς που το καλοκαίρι γίνονταν περισσότεροι.
Τρία καφενεία είχε τότε, δυό ταβέρνες και άλλα τόσα μπακάλικα. Τώρα έχει μείνει μόνο το καφενείο του Αναστάση, που τα βράδια γίνεται και ταβέρνα.
Δεν ήταν φτωχό χωριό. Είχαν να λένε στην αγορά για τα μήλα τα αχλάδια και τα ζαρζαβατικά που έβγαζε. Αλλά βλέπεις οι καιροί άλλαξαν και όπως έγινε και με τα γύρω χωριά , ερήμωσε και τούτο. Ολοι οι νέοι φευγάτοι και απόμειναν καμιά τριακοσαριά  γέροι να κρατάνε ζωντανό τον τόπο.
Μαζί με αυτούς και ο μπάρμπα- Αντρέας. Δυο παιδιά είχε  και κανένα δεν έμεινε πίσω. Λογιστής ο ένας  σε μεγάλο γραφείο στην πρωτεύουσα, λιμενικός ο άλλος σε κάποιο νησί και απόμεινε μόνος με την γυναίκα του την Ευανθία να κρατάνε το σπίτι ανοιχτό.
Αλλά δεν το έβαζε κάτω. Και ένα μικρό μπαξέ σκάλιζε, και όσες μηλιές είχαν απομείνει τις φρόντιζε και ένα μικρο αμπελάκι που είχε σε μία πλαγιά κλάδευε, όταν έρχονταν ο καιρός.
Αλλά τι τα θες, μετά από αυτόν όλα ρημάδια θα έμεναν.

Κοντά στα Χριστούγεννα ήταν  και ξεχειμώνιαζε και αυτός μαζί με τους άλλους στο καφενείο του Αναστάση, γύρω από την σόμπα.
Εκεί που μαζεύονταν  κάθε βράδυ, Τσιμπολογούσαν κανένα χοιρινό που έψηνε στα κάρβουνα  ο Ανέστης, έπιναν ντόπιο τσίπουρο  και έφερναν την κουβέντα, πάντα στα παλιά.
Εκεί ήλθε η γειτόνισσα  η Γεωργία αλαφιασμένη,τρέχοντας και φώναξε από την πόρτα του καφενείου:
<<Τρέξε, η Ευανθία…>>
Ετρεξε αλλά δεν την πρόλαβε. Βαρύ εγκεφαλικό , είπαν στο νοσοκομείο.
Ηλθαν και τα παιδιά με τις γυναίκες του και τα εγγόνια, την έκλαψαν και την έθαψαν στο κρύο χώμα.
Ο μεγάλος γιος φεύγοντας τον χιλιοπαρακάλεσε.
<<Πως θα μείνεις μόνος, μέσα στον χειμώνα. Ελα μαζί μας, έχω μεγάλο σπίτι ,δεν θα σου λείψει τίποτα. Αμα ανοίξει ο καιρός, θα δούμε, ξανάρχεσαι πίσω. Και μια που επέμενε και ο μικρός γιος το αποφάσισε. Να έκανε όμως πρώτα τα δεκαήμερα τις Ευανθίας.
Αφησε λίγα χρήματα στην Γεωργία για να περιποιείται τον τάφο της και να ανάβει το καντήλι και ανέβηκε στο λεωφορείο.

Παράπονο δεν είχε. Με τον δικό το δωμάτιο, τον καφέ κάθε πρωί που τον ετοίμαζε η νύφη του, με τα δυο  του εγγόνια να τον χαίρονται. Αλλά όταν έφευγαν όλοι, τα παιδιά στο σχολείο και οι μεγάλοι στην δουλειά, η μοναξιά γινόταν θηρίο μέσα του.
Πλησίαζε το παράθυρο και έβλεπε τον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας. Έβγαινε μπροστά στο μπαλκόνι και τον τρέλαινε ο θόρυβος και η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στο δρόμο.
Βρήκε τελικά  ένα καφενείο κάπου εκεί τριγύρω, έκατσε να πιει καφέ, όμως καμία σχέση με τον Αναστάση. Ξένος μέσα σε ξένους.
Και η Ευανθία να του λείπει αφάνταστα μέρα , νύχτα.

Στο τέλος δεν άντεξε άλλο και μόλις άνοιξε ο καιρός, γύρισε πίσω στην βολή του.
Κλάδεψε τα δέντρα, σκάλισε τον μπαξέ , ξαναβρήκε τους δικούς του,και ήλθε η ψυχή του στον τόπο της.
Εφτασε και το καλοκαίρι, ξανάρθαν τα παιδιά με τα εγγόνια και κάπως μαλάκωσε μέσα του η απουσία της Ευανθίας.
 Αλλά όταν έφυγαν, πάλι τον έπνιξε η μοναξιά μέσα στο άδειο σπίτι.

Και πόσες ώρες να περάσει μέσα στο καφενείο μαζί με τους άλλους γύρω από την ξυλόσομπα. Γιατί ο χειμώνας είχε φτάσει και από ότι έλεγαν θα ήταν άγριος αυτή την χρονιά.

Ενα βράδυ που είχε απομείνει τελευταίος στο μαγαζί ,  φωνάζει τον Αναστάση και του λέει:
<<Ανασταση, , η Ευανθία χρονίζει. Θέλω να της κάνουμε το μνημόσυνο.>>
<<Μετά χαράς,  ότι θέλεις.>>
<<Οχι όμως με καφέδες κονιάκ παξιμάδια και τέτοια. Θέλω γλέντι. Να βάλεις στην ψησταριά δυο σφαχτά, να βρεις και ένα καλό κρασί, να φωνάξεις τον Βάγγο με το κλαρίνο  και τον Κιτσάρα με το λαούτο  και να το κάψουμε. Να την θυμηθούμε να ευχαριστηθούμε και εμείς και  εκείνη καθώς θα μας βλέπει από ψηλά, γιατί ξέρεις η μακαρίτισσα τα αγαπούσε τα γλέντια.
Ετσι είπε και έτσι έγινε. Ηλθε όλο το χωριό. Χόρεψαν , ήπιαν και όλοι θυμήθηκαν πόσο  λεβέντισσα πόσο νοικοκυρά και αγαπητή ήταν η  συγχωρεμένη  .
Πέρασε η ώρα. Οι άνθρωποι  κουράστηκαν,  και άρχισαν αραιώνουν.
Τελευταίοι έφυγαν ο Βάγγος και Κιτσάρας, αφού πρώτα πληρώθηκαν και με το παραπάνω.

Εξω είχε αρχίσει να χαράζει και από το τζάμι φαίνονταν πως είχε αρχίσει να χιονίζει.
<<Αντε την  τιμήσαμε την Ευανθία είπε ο Αναστάσης, Πρέπει να μείνατε και εσύ και αυτή ευχαριστημένοι. Ωρα να πας στο σπίτι και εγώ να αρχίσω να συμμαζεύω λίγο εδώ μέσα>>.
<<Που με στέλνεις μέσα στο κρύο και την ερημιά. Η γυναίκα μου δεν είναι που έφυγε, είναι που τα πήρε όλα μαζί της. Αδειασε το σπίτι. Τίποτα δεν έχει μείνει εκεί μέσα, μόνο η μοναξιά.>>
Εκείνη την στιγμή έφερε το χέρι του στο στήθος. Ο  Αναστάσης δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα.
 Με ένα φορτηγάκι τον πήγαν στο νοσοκομείο. Εμφραγμα είπαν πως ήταν.

Τα παιδιά μαυροφόρεσαν ακόμα μία φορά .Τον έθαψαν δίπλα στην μάνα τους μέσα στο χιόνι που είχε σκεπάσει το χωριό.
Ο μπάρμα – Αντρέας θα πρέπει να ένοιωθε ζεστά διπλά  στην Ευανθία.
 Τα κατάφερε ο αθεόφοβος. Αυτά τα Χριστούγεννα θα τα έκανε μαζί της.