To πρόβλημα της χρήσης αλκοόλ από ανήλικους, αλλά και της διαρκούς μείωσης της ηλικίας έναρξης της χρήσης έχει λάβει τα τελευταία χρόνια ανησυχητικές διαστάσεις, τόσο σε παγκόσμιο, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Αυτό αποκτά ξεχωριστή σημασία, καθώς η εφηβική ηλικία ταυτίζεται με σημαντικές αναπτυξιακές μεταβολές του εγκεφάλου στις οποίες μπορεί να επιδράσει δυσμενώς το αλκοόλ, τόσο ως προς τη μελλοντική νευροψυχολογική λειτουργικότητα, όσο και από τη σκοπιά της ευαλωτότητας στην κατάχρηση / εξάρτηση από το αλκοόλ κατά την ενήλικη ζωή. Είναι σημαντικό να διακρίνουμε τα δύο ξεχωριστά μοτίβα χρήσης αλκοόλ από εφήβους που σχετίζονται αφ’ ενός με την πρώιμη έναρξη της χρήσης και αφ’ ετέρου με την κατά περίσταση υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ (πάνω από 5 ποτά τη φορά) η οποία εμφανίζεται κυρίως στα τελευταία έτη της εφηβείας.
Τα ποσοστά εξάρτησης από το αλκοόλ σε εκείνους που ξεκινούν την κατανάλωσή του σε ηλικία κάτω των 14 ετών είναι έως και 4 φορές υψηλότερα σε σχέση με όσους ξεκίνησαν να καταναλώνουν αλκοόλ μετά την ηλικία των 20 ετών. Τα ποσοστά διάγνωσης εξάρτησης από το αλκοόλ ανέρχονται στο 15.9% όσων ξεκίνησαν τη χρήση αλκοόλ στην ηλικία των 11-12 ετών, πέφτουν στο 9% όταν ως ηλικία έναρξης της χρήσης εμφανίζονται τα 13-14 έτη και κατακρημνίζονται στο 1% όσων πρωτοδοκίμασαν αλκοόλ σε ηλικία 19 ετών και άνω.
Τα ποσοστά πρώιμης έναρξης κατανάλωσης αλκοόλ είναι παρόμοια σε αγόρια και κορίτσια, κατά την εφηβεία, αλλά τα ποσοστά προβληματικής χρήσης, εξάρτησης και συναφών διαταραχών που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ κλιμακώνονται γρηγορότερα στους άρρενες εφήβους.
Είναι σημαντικό να τονισθεί πως οι συνέπειες της έκθεσης στο αλκοόλ κατά την εφηβική ηλικία εκτείνονται πέρα από την αυξημένη πιθανότητα προβληματικής χρήσης / εξάρτησης από το αλκοόλ, αλλά και από άλλες ναρκωτικές ουσίες (προς τη χρήση των οποίων η πρώιμη κατανάλωση αλκοόλ λειτουργεί συχνά ως «πύλη εισόδου»), κατά την ενήλικη ζωή. Έφηβοι με ιστορικό κατανάλωσης αλκοόλ εμφανίζονται στις σχετικές μελέτες να διαφέρουν σημαντικά στις νοητικές και νευρολογικές αξιολογήσεις τους, σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν καταναλώνουν αλκοόλ, με τα ελλείμματα των πρώτων να εμφανίζονται κυρίως στην προσοχή, τη μνήμη, τις οπτικοχωρικές και εκτελεστικές ικανότητες, ενώ ακόμη και σε απεικονιστικές μελέτες του εγκεφάλου εμφανίζονται αλλοιώσεις τόσο στη φαιά, όσο και στη λευκή ουσία.
Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντική επίδραση στην εγκατάσταση μοτίβων προβληματικής χρήσης / εξάρτησης από το αλκοόλ, με τις επιρροές του περιβάλλοντος (όπως π.χ. η διαθεσιμότητα αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών στο οικογενειακό περιβάλλον ή η ανεκτικότητα από τους γονείς απέναντι στη χρήση τους) να ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στην πρωιμότητα της ηλικίας έναρξης πάρα ως προς την επιμονή και τη μεταγενέστερη κλιμάκωση της χρήσης.
Αντιθέτως, η κληρονομικότητα φαίνεται να σχετίζεται λιγότερο με την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ και περισσότερο με την ποσότητα οινοπνεύματος που καταναλώνεται ανά επεισόδιο υπερβολικής χρήσης. Η πρωιμότητα, μάλιστα, της ηλικία έναρξης χρήσης φαίνεται να είναι ένα λιγότερο κληρονομούμενο και περισσότερο «επίκτητο» χαρακτηριστικό, όχι μόνον για το αλκοόλ αλλά και για άλλες εξαρτησιογόνες ουσίες, γεγονός που πολλαπλασιάζει τα περιθώρια αλλά και την ευθύνη μας για τη εφαρμογή στρατηγικών και μέτρων πρόληψης που θα εμποδίζουν την πρώιμη πρόσβαση των εφήβων μας στο αλκοόλ και στις ναρκωτικές ουσίες, ενημερώνοντας, παράλληλα, για τις επικίνδυνες συνέπειες αυτής της τάσης στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης, ακόμα και στα Δημοτικά και φυσικά τους γονείς και την κοινότητα.
Είναι σημαντικό, ανάλογες πρωτοβουλίες να κατευθυνθούν και εντός των Πανεπιστημίων και στη στρατευμένη νεολαία, για αντιμετώπιση των –περισσότερο κληρονομικής αιτιολογίας- επεισοδίων υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, με στόχο την αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών τους.
Είναι σημαντικό να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της εκρίζωσης νοοτροπιών αποδοχής της κατανάλωσης αλκοόλ από ανήλικους, δρομολογώντας αλλαγές στην κοινότητα, στο σχολείο και στην οικογένεια οι οποίες θα στοχεύουν στην αποτελεσματική καθυστέρηση της ηλικίας έναρξης κατά την εφηβεία και στη μείωση της κατανάλωσης κατά τα μεταγενέστερα στάδια ζωής.
Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD
Επικ. Καθηγητής Ψυχιατρικής Δημοκρίτειου Παν/μιου Θράκης
Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας
Μέλος Εθνικής Επιτροπής Σχεδιασμού και Συντονισμού για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών
Visiting Professor Philips University of Cyprus