Απαντήσεις στα Αρχαία Ελληνικά ,των Φιλολόγων Κατερίνας και Βίκυς Κεχαγιά

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΚΕΧΑΓΙΑ ΒΙΚΥ

Α.

«Δικό μας λοιπόν έργο, είπα εγώ, των ιδρυτών της πόλης(είναι) να αναγκάσουμε τα πιο ξεχωριστά πνεύματα να επιδοθούν στο μάθημα το οποίο προηγουμένως λέγαμε ότι είναι το σπουδαιότερο, να δουν δηλαδή το αγαθό και να ανεβούν εκείνη την ανηφορική οδό, και αφού ανεβούν και το δουν αρκετά, να μην επιτρέπουμε σ’ αυτούς αυτό που τώρα (τους) επιτρέπεται».
Ποιο δηλαδή (τους επιτρέπεται);

Το να μένουν συνεχώς στον ίδιο τόπο, είπα εγώ, και να μην θέλουν πάλι να κατεβαίνουν κοντά σ’ εκείνους τους δεσμώτες ούτε να μετέχουν μαζί μ’ εκείνους στους κόπους και στις τιμές, είτε (αυτές είναι) ταπεινότερες είτε σπουδαιότερες. Ύστερα , είπε, θα τους αδικήσουμε και θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα ενώ είναι δυνατό σ’ αυτούς να ζουν καλύτερα;»

Β1.

α) Θέμα του διαλόγου της Πολιτείας είναι η φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας. Ο Πλάτωνας αρχίζει ένα πείραμα, μια θεωρητική κατασκευή μιας πόλης, που συγκροτείται σιγά – σιγά προκειμένου να φτάσει από το πρωτόγονο στάδιο στην πλήρη ανάπτυξή της. Οι «οικιστές», τα πρόσωπα του διαλόγου, ο Σωκράτης και οι συνομιλητές του, έχουν χρέος να οδηγήσουν «τάς βελτίστας φύσεις» στη θέαση του Αγαθού .Με τον όρο «μέγιστον μάθημα» ο Πλάτων εννοεί τη θέαση της Ιδέας του Αγαθού , την ύψιστη γνώση, που τελικά συμπίπτει με το αγαθό, καθώς ο Πλάτων υποστηρίζει μια νοησιαρχική ηθική, δηλαδή η γνώση της αλήθειας δεν μπορεί παρά να οδηγεί κατά αναγκαιότητα σε ηθική πράξη, στην πραγμάτωση του αγαθού .Σύμφωνα με το σχόλιο του σχολικού εγχειριδίου, ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή ερμηνεία για τον όρο <<αγαθό>>, που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα, παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς. Ἀγαθὸν πάντως είναι:
I) το «εἶναι» και ό, τι το διατηρεί, II) η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα, III) ό, τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη. Η έκφραση «αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν» φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. Πάντως, η παροιμιακή φράση «Πλάτωνος ἀγαθόν» χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι σκοτεινό και ασαφές.

β) Στη θέαση του αγαθού «ιδειν τε το αγαθόν» θα φτάσου μόνο οι βέλτιστες φύσεις. Συγκεκριμένα, με τον όρο « βελτίστας φύσεις» ο Πλάτων εννοεί τους ανθρώπους με φυσικά χαρίσματα, όπως υψηλή ευφυΐα , οξύτητα πνεύματος, ψυχικές δυνάμεις κτλ. Ο Πλάτων πιστεύει ότι δεν διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τις ίδιες πνευματικές ικανότητες και ψυχικές δυνάμεις και συνεπώς τα αποτελέσματα της παιδείας θα είναι ανάλογα των φυσικών προδιαθέσεων του ανθρώπου. Συνεπώς , δεν μπορούν να δουν όλοι οι άνθρωποι το αγαθό. Επιπλέον, η πορεία των βελτίστων φύσεων προς τη θέαση του Αγαθού επιβάλλεται ως εξαναγκασμός ( αναγκασαι ) στην ιδανική πολιτεία, συνιστά δηλαδή απόλυτη αναγκαιότητα, αναγκαία συνθήκη του ιδεώδους πολιτεύματος.

γ) Οι λέξεις <<αναβηναι>>, <<αναβασιν>> δηλώνουν τη δυσκολία κατάκτησης του αγαθού. Πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που σημαίνουν το άνω και την ανάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την παιδεία και για τα ανώτερα πνευματικά και ηθικά αγαθά που μπορεί να προσφέρει. Η πορεία μετάβασης από τον αισθητό κόσμο στο νοητό γίνεται σταδιακά μέσα από τέσσερα στάδια : α) Εικασία, β) Πίστις, γ) Διάνοια, δ) Νόησις, που δείχνουν τα εμπόδια τα οποία μπορεί να συναντήσει κάποιος στην πορεία κατάκτησης της ύψιστης γνώσης.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων για την πρόοδο της κοινωνίας είναι βαρύτατη. Σ’ αυτούς έχει λάχει ο ιερός κλήρος. Αν είναι φορείς της γνώσης θα είναι ένοχοι εσχάτης προδοσίας αν δε χρησιμοποιήσουν το όπλο τους αυτό για τη διαφώτιση της κοινωνίας. Ο φωτισμένος άνθρωπος δε στοχάζεται μόνο για τον εαυτό του, αλλά νοιάζεται και για τους άλλους. Και κάτι περισσότερο: εργάζεται και δρα για τους άλλους. « Ό, τι δε δρα, δεν υπάρχει» έλεγε ο Λάιμπνιτς. Κι αν μείνουν αμέτοχοι, δεν θα είναι απράγμονες αλλά αχρείοι, αναφέρει ο Θουκυδίδης. Αυτή η επαφή τους με την ίδια τη ζωή, η ανάληψη αξιωμάτων μέσα στην κοινωνία θα τους δοκιμάσει. Θα αποκτήσουν εμπειρίες και θα γευτούν την αληθινή ζωή μ’ όλες τις χαρές και τις λύπες της. Ο φιλόσοφος δε μπορεί ή δε δικαιούται να μένει μέσα στα στενά πλαίσια της πνευματικής του αποστολής. Έξω και πέρα απ’ αυτήν υπάρχει και η κοινωνική αποστολή.

Δεν είναι μόνο ο παιδαγωγός, αλλά και ο φρουρός της κοινωνίας. Μόνον έτσι ολοκληρώνει το δρόμο της αρετής και αρτιώνει την ανθρώπινη υπόστασή του. Αυτό είναι το ήθος των φυλάκων. Ένας αληθινός πνευματικός άνθρωπος, που έχει συνειδητοποιήσει το κοινωνικό του χρέος, δεν θα αρνηθεί την πρόσκληση που του απευθύνει η κοινωνία. Δεν έχει δικαίωμα να στερήσει την πολιτεία από τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για τους επιτήδειους και πονηρούς, που έχουν το πάθος της εξουσίας και όταν την κατακτήσουν – και θα την κατακτήσουν χρησιμοποιώντας πλείστα όσα ύπουλα μέσα – θα υπηρετήσουν αποκλειστικά και μόνο τις άνομες ορέξεις και τα ιδιοτελή συμφέροντά τους. Σύμφωνα λοιπόν με το Σωκράτη οι φύλακες έχουν ένα χρέος στην ιδανική του πολιτεία. Αυτοί, αφού θα έχουν περάσει από τα στάδια εκπαίδευσης (δηλαδή: μουσική και γυμναστική παιδεία – μαθηματικές επιστήμες – σπουδή της διαλεκτικής), οφείλουν (μετά τα 50 τους χρόνια) να κατέβουν στο σπήλαιο, δηλαδή στην πρακτική πολιτική, και να μεταδώσουν τις γνώσεις τους και την αρετή τους σε ολόκληρη την πόλη. Αφού, λοιπόν, θα έχουν μοιράσει τη ζωή τους μεταξύ της φιλοσοφίας και της άσκησης της εξουσίας και θα έχουν εκπαιδεύσει τους διαδόχους τους, θα είναι πια έτοιμοι να φύγουν από τη ζωή και να κατοικήσουν στα νησιά των μακαρίων.

Β2.

α) Ο Σωκράτης απορρίπτει την ατομοκεντρική αντίληψη του Γλαύκωνα για την αδικία που θεωρεί ότι διαπράττεται προς τους φιλοσόφους, αν εξαναγκαστούν να ασκήσουν την εξουσία στην πόλη. Ο ίδιος αναφέρει ότι σκοπός της ιδεώδους πολιτείας και του νόμου είναι η ευτυχία ολόκληρης της πόλης και όχι μόνο μιας κοινωνικής ομάδας.
Σύμφωνα με τον Σωκράτη τελικός σκοπός του νόμου είναι η ευδαιμονία όλης της πόλης . Βλέπει λοιπόν , το δίκαιο από την σκοπιά του συλλογικού συμφέροντος και εκφράζει κοινωνιοκεντρικές και όχι ατομοκεντρικές αντιλήψεις για την πολιτική οργάνωση της πόλης –κράτους. Συλλαμβάνει ο Σωκράτης την ουσία της ένστασης του Γλαύκωνα και απαντά προβάλλοντας το γενικό καλό της πολιτικά οργανωμένης κοινότητας ως αγαθό επιβαλλόμενο από το Νόμο. Ο Νόμος καθίσταται αναγκαίος μέσα στην πολιτικά οργανωμένη κοινωνία, γιατί εναρμονίζει την ατομικότητα με την συλλογικότητα.
Σ΄ αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί η μεγάλη σημασία που έχει ο Νόμος για τον Πλάτωνα, όπως φαίνεται και στον διάλογο «Κρίτων». Εκεί ο νόμος προσωποποιείται και συνδιαλέγεται με τον Σωκράτη. Ο μύθος αυτός εκφράζει τη θεμελιώδη θεωρία του «Κοινωνικού συμβολαίου». Σύμφωνα με αυτό, κάθε πολίτης που νοιάζεται για την πόλη του οφείλει να τηρεί τους νόμους και να παραμερίζει το προσωπικό του συμφέρον , για να εξασφαλίσει τη συνοχή και την ομαλή συμβίωση μέσα σ’ αυτήν, Αυτή τη στάση, άλλωστε , ακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής του και ο ίδιος ο Σωκράτης και το ίδιο θεωρεί ότι πρέπει να κάνουν και οι φιλόσοφοι.

β) Ο Σωκράτης , για την επίτευξη της ευδαιμονίας του συνόλου αποδίδει στον νόμο τρεις βασικές λειτουργίες. Χρησιμοποιεί τρεις μετοχές «συναρμόττων», «ποιων», «εμποιων»για να καταδείξει τρεις αδιαπραγμάτευτες λειτουργίες για την ύπαρξη και την ευδαιμονία της πόλης. Με την πρώτη μετοχή επισημαίνεται η κοινωνική λειτουργία του Νόμου καθώς επιδιώκεται η κοινωνική συναρμογή των πολιτών. Ο Πλάτων συχνά κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της αρμονίας τόσο στα μέρη της ψυχής , με την υποταγή του κατώτερου μέρους στο ανώτερο όσο και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Μόνο αν επιτευχθεί η αρμονία θα οδηγηθούν οι πολίτες στη δικαιοσύνη, στην ομαλή συμβίωση μέσα στην πόλη και κατ’ επέκταση στην ευδαιμονία. Έτσι, ο νόμος , προκειμένου να πείσει τους πολίτες να υπακούουν σ’ αυτόν , ώστε να επέλθει η κοινωνική αρμονία, χρησιμοποιεί την πειθώ και την βία. Ο νόμος εναρμονίζει τους πολίτες χρησιμοποιώντας την πειθώ, την εκούσια δηλαδή υπακοή των πολιτών στις επιταγές του, και τον εξαναγκασμό, δηλαδή την δύναμη των κυρώσεων που διαθέτουν .

Υπάρχουν όμως , πολίτες και μέλη της κοινωνίας , οι οποίοι δεν πείθονται με τον λόγο. Σ΄ αυτούς επιβάλλεται η βία. Πρόκειται για τον καταναγκασμό που ορίζεται από τον νόμο και δεν επιβάλλεται τυραννικά, αυταρχικά. Όπως προαναφέρθηκε η βία, δηλαδή ο καταναγκασμός αφορά κυρίως τους απαίδευτους όμως επιβάλλεται και στους υπόλοιπους πολίτες αν εκείνοι πολυπραγμονούν, αλλά και στους πεπαιδευμένους που δεν έχουν πειστεί με την πειθώ.

Τέλος, απευθύνεται και στους άρχοντες , οι οποίοι οφείλουν να προτάσσουν το συλλογικό καλό, να είναι ευσυνείδητοι και να έχουν λιτό βίο για να αποφευχθεί η διαφθορά στην πολιτική ζωή. Με το δεύτερο μετοχικό σύνολο επισημαίνεται η οικονομική λειτουργία του νόμου. Ο νόμος κατοχυρώνει μια από τις βασικές ιδρυτικές αρχές της πόλης, τον καταμερισμό της εργασίας , με τον οποίο κατακτάται η αυτάρκεια.Έτσι, αν το άτομο είναι φύσει ενδεές, με την κοινωνική του συναρμογή γίνεται αύταρκες χάρη στην αυτάρκεια που αποκτά η κοινότητα με τον καταμερισμό της εργασίας. Οι εργασίες κατανέμονται σε κάθε πολίτη με βάση τις ικανότητές του, ώστε ο καθένας να στρέφει την προσοχή του όχι μόνο στην ικανοποίηση των δικών του αναγκών αλλά και στο κοινό όφελος. Έτσι, καλλιεργούνται μεταξύ των πολιτών σχέσεις συνεργασίας, αλληλοβοήθειας και αλληλοπροσφοράς.

Ο τρίτος τρόπος επίτευξης της κοινωνικής ευδαιμονίας παρουσιάζεται με το μετοχικό σύνολο «και αυτός εμποιων…» με το οποίο δηλώνεται η παιδαγωγική και πολιτική λειτουργία του Νόμου, ο οποίος έχει χρέος να διαπλάθει ανθρώπους ικανούς και άξιους να διατηρούν την συνοχή της πόλης. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ο νόμος από τη μία να περιορίσει την ατομική επιθυμία, ώστε να τιθασευτεί η βούληση από τον λόγο, κι από την άλλη να κατευθύνει την πολιτική κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Συνεπώς, ο νόμος υπηρετεί τον τελικό σκοπό της ευδαιμονίας του συνόλου και επιχειρώντας να υπαγάγει την ατομική επιθυμία στην αναγκαιότητα της κοινωνικής συναρμογής και της πολιτικής ευταξίας. Προς αυτή την κατεύθυνση ο νόμος καλλιεργεί την κοινωνικότητα και ακόμη περισσότερο αναδεικνύει τους αγαθούς πολίτες σε =πολιτικούς ηγέτες που επιφορτίζονται με τη διατήρηση της συνοχής της πόλης. Τέλος, ο νόμος θέτει όρια και περιορισμούς στη συμπεριφορά των πολιτών, αλλά και των φιλοσόφων-βασιλέων, ώστε να μην παρεκτρέπονται και διαταράσσουν τη συνοχή της πόλης.

Β3.

1. Κέφαλο
2. τον χορό
3. εκδιώχθηκε κακήν κακώς από το νησί
4. επωμίζονται στρατιωτικά και διοικητικά καθήκοντα
5. Τυραννίδα

Β4.

α)
ἀφικέσθαι – ανικανοποίητος
εἶπον – ρήμα
ἰδεῑν – ιδέα
μεταδιδόναι – παράδοση

β) Οι άνθρωποι σήμερα επιδιώκουν την απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών. Παρουσιάστηκε καταβεβλημένος από τους αφόρητους πόνους που του προκαλούσε η ασθένειά του. Η αχαλίνωτη αναζήτηση του κέρδους έχει μετατρέψει τον άνθρωπο στο φαυλότερο από όλα τα όντα.

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΚΕΧΑΓΙΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Γ1.

Η ρητορική( τέχνη) είναι ανάλογη της διαλεκτικής( τέχνης). Γιατί και οι δυο ασχολούνται με κάποια τέτοια ζητήματα τα οποία κατά κάποιο τρόπο είναι κοινά σε όλους στο να τα γνωρίζουν και σε καμία επιστήμη διακριτή δεν βρίσκονται ( ανήκουν).Γι’ αυτό και όλοι κατά κάποιο τρόπο συμμετέχουν και στις δυο. Διότι όλοι μέχρι ενός σημείου επιχειρούν και να εξετάζουν και να δίνουν λόγο και να απολογούνται και να κατηγορούν. Απ’ τους περισσότερους λοιπόν, άλλοι τυχαία κάνουν αυτά, άλλοι εξαιτίας της συνήθειας ως αποτέλεσμα της άσκησης. Και επειδή μπορούν να τα κάνουν και με τους δυο τρόπους είναι φανερό ότι θα μπορούσαν αυτά να γίνονται και με μέθοδο. Για ποιο λόγο πράγματι πετυχαίνουν άλλοι και εξαιτίας της συνήθειας και άλλοι με φυσικό τρόπο μπορούμε(είναι δυνατόν) να εξετάσουμε την αιτία και όλοι πλέον θα παραδέχονταν ότι κάτι τέτοιο είναι έργο μιας τέχνης.

Γ2.

α)
ἀφωρίσθη
ὑπόσχες
πλείσταις
δρώντων

β) Τὰ δὲ τοιαῦτα ἤδη πᾶς ἄν ὁμολογήσαι /ὁμολογήσειε(ν) τεχνῶν ἔργα εἶναι.

Γ3.

α) τῇ διαλεκτικῇ: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, δοτική αντικειμενική στο ἀντίστροφος
ἐξετάζειν: τελικό απαρέμφατο, αντικείμενο στο ρήμα ἐγχειροῦσιν (ταυτοπροσωπία)
θεωρεῖν: τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα ἐνδέχεται (ετεροπροσωπία)
ἔργον: κατηγορούμενο στο τὸ τοιοῦτον μέσω του συνδετικού εἶναι

β) Δευτερεύουσα επιρρηματική αιτιολογική πρόταση κρίσεως καταφατική. Εισάγεται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο ἐπεί. Εκφέρεται με οριστική έγκλιση, χρόνου Ενεστώτα και δηλώνει την πραγματική και αντικειμενική αιτιολογία.

γ) τῶν πολλῶν: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, γενική διαιρετική στο οἱ μὲν
εἰκῇ: δοτικοφανές επίρρημα ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ρήμα δρῶσιν
ταῦτα: σύστοιχο αντικείμενο στο ρήμα δρῶσιν
διὰ συνήθειαν: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο εννούμενο ρήμα δρῶσιν

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ  Μ.Ε  ΚΑΙ  ΚΕΝΤΡΑ ΜΕΛΕΤΗΣ  
                              «ΠΥΡΣΟΣ»
1Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ 29-ΤΡΙΚΑΛΑ ,  
2Ο  ΒΑΛΤΙΝΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ
         ΤΗΛ.24310-38177,  6987772403