Το θεολογικό περιβάλλον, έχω την αίσθηση ειδικά του ελλαδικού χώρου, προχωράει σε μία διάκριση έρωτος και αγάπης. Λέγεται και γράφεται πως άλλο είναι ο έρωτας και άλλο η αγάπη. Μάλιστα η φύση του έρωτα, ακόμη και ως έννοια, χαρακτηρίζεται από μία αρνητική στάση, ενώ της αγάπης ως το ύψιστο. Έτσι ο έρωτας είναι θα λέγαμε αμαρτία ενώ η αγάπη αρετή. Είναι όμως έτσι τα πράγματα ή μήπως η αλήθεια τους αποδεικνύει την απομυθοποίηση μιας στάσης επιπόλαιας και εμφορούμενης από τα ενοχικά σύνδρομα που μας κληροδότησε η Δύση και δη η δυτική θεολογία;
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Έτσι η αρχή των σκέψεων δεν μπορεί παρά να εντοπίσει τον ορισμό του έρωτα, κάτι που θα συμβάλλει σημαντικά στο άνοιγμα του δρόμου. Στον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και συγκεκριμένα στο Περί θείων ονομάτων συναντούμε τον εξής ορισμό: «Τόν ἔρωτα, εἴτε θεῖον εἴτε ἀγγελικόν εἴτε νοερόν εἴτε ψυχικόν εἴτε φυσικόν εἴπομεν, ἑνωτικήν τινα καί συγκρατικήν ἐννοήσωμεν δύναμιν». Βλέπουμε λοιπόν πως ο Διονύσιος σε πείσμα του μερισμού του όρου σε ποικίλα σχήματα και έννοιες, τονίζει πως όπως και να ονομάσουμε τον έρωτα (είτε θείο, είτε αγγελικό, είτε φυσικό κ.ο.κ.) είναι μία ενωτική και συγκρατική δύναμη (για «εκστατική δύναμη» κάνει λόγο ο Πλωτίνος στις Εννεάδες). Αντίστοιχες με τις θέσεις του Διονυσίου Αρεοπαγίτου και οι θέσεις του Μαξίμου Ομολογητού στα Κεφάλαια περί αγάπης. Επομένως ο έρωτας είναι ένας. Δεν είναι «κακός» ο έρωτας, «καλή» η αγάπη. Αυτή η μανιχαϊστική διάκριση «καλού» – «κακού» έχει επηρεάσει μέρος της θεολογικής σκέψης και βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο θέμα μας.
Η λέξη αυτή από τους πρώτους αιώνες σκανδάλιζε ένα μέρος των χριστιανών. Δεν είναι λοιπόν σύγχρονη διαπίστωση στο χώρο της εκκλησίας κάτι τέτοιο. Έχει τις ρίζες του ήδη στον 5ο αιώνα αφού ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης έλεγε στους χριστιανούς της εποχής εκείνης: «Ας μην φοβηθούμε αυτό το όνομα του έρωτα, ούτε να μας θορυβήσει οποιοσδήποτε τρομακτικός λόγος λέγεται γι’ αυτόν». Υπήρχε λοιπόν μία φοβία, μία ενοχή που δημιουργούνταν στους χριστιανούς της τότε εποχής (όπως συμβαίνει και σήμερα). Αυτή η αντιμετώπιση του έρωτα, τους οδηγούσε να αναζητήσουν άλλες λέξεις που θα αντικαθιστούσαν τον όρο έρωτα.
Το ενδιαφέρον όμως του Διονυσίου Αρεοπαγίτου όπως αυτό εκδηλώνεται στο Περί θείων Ονομάτων, αποκαλύπτει τις πτυχές του ζητήματος. Γράφει λοιπόν ο ίδιος με ένα ιδιαίτερο ύφος στο λόγο του τα εξής: «Και μη νομίσει κανείς ότι με το να αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στην επωνυμία του έρωτα ερχόμαστε σε αντίθεση με τη Γραφή. Γιατί είναι παράλογο, νομίζω, και ανόητο να μην επικεντρωνόμαστε στη δύναμη του σκοπού αλλά στις λέξεις. Και αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό όσων θέλουν να στοχάζονται τα θεία, αλλά αυτών που αποδέχονται ήχους κούφιους, τους οποίους μάλιστα συγκρατούν έξω από τα αυτιά τους χωρίς να τους αφήσουν να περάσουν∙ αυτών που δεν θέλουν να καταλάβουν τι σημαίνει η συγκεκριμένη λέξη και με ποιο τρόπο πρέπει να τη διασαφηνίσουν και με άλλες ισοδύναμες και πιο εκφραστικές λέξεις… λες και δεν είναι δυνατόν να δηλώσουμε τον αριθμό τέσσερα με το ‘’δύο επί δύο’’ ή τα ευθύγραμμα με τα ‘’ορθόγραμμα’’ ή τη μητρική γη με την πατρίδα ή κάτι άλλο από όσα δηλώνουν με πολλά μέρη του λόγου το ίδιο πράγμα».
Κι εδώ ο Διονύσιος δεν εξαντλεί το λόγο του στον θεϊκό έρωτα αλλά και στον ανθρώπινο. Και δεν τους διαχωρίζει αλλά μιλάει για τον ένα έρωτα. Υπάρχει η αίσθηση πως ο έρωτας σαν όρος είναι λέξη απαγορευμένη για την εκκλησία. Είναι κάτι το ανίερο, αμαρτωλό, στην καλύτερη των περιπτώσεων ασήμαντο. Κι όμως για τον άγιο Ιγνάτιο Θεοφόρο «ο δικός του έρωτας σταυρώθηκε» και για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά το Άγιο Πνεύμα είναι «ἔρως ἀπόρρητος» μεταξύ Πατρός και Υιού. Επίσης δε «σκανδαλωδώς» οι Διονύσιος Αρεοπαγίτης και Μάξιμος Ομολογητής χαρακτηρίζουν το Θεό ως εραστό και αγαπητό.
Μα θα πει κάποιος πως οι Πατέρες χρησιμοποιούν τον όρο έρωτα για να χαρακτηρίσουν μόνο το Θεό. Κάτι τέτοιο καταρρίπτεται από τα έργα των Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Μαξίμου Ομολογητού, οι οποίοι μετέπλασαν τον όρο έρωτα, ο οποίος κι έγινε συνώνυμος του όρου αγάπη στην πατερική θεολογία. Εξάλλου δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι δύο λαμπρά έργα της θεολογικής γραμματείας, το Άσμα Ασμάτων και οι Έρωτες θείων ύμνων του αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου, θεωρώντας τον έρωτα ως στοιχείο του θείου (θείος έρωτας), περνάνε μηνύματα και για τον έρωτα, ήτοι την αγάπη, μεταξύ ενός ζευγαριού που ένωσε τη ζωή του στο μυστήριο του γάμου. Επομένως οι προϋποθέσεις θεώρησης του έρωτα δεν αναλώνονται κατ’ αποκλειστικότητα στον θείο έρωτα, όμως τη χριστιανική ανθρωπολογία. Ο ερωτευμένος δεν αγαπάει ή δεν μπορεί να αγαπήσει; Κι εκείνος που αγαπάει δεν είναι ερωτευμένος;
«Στα ανθρώπινα πράγματα τώρα, όπου οι χαμερπείς πολλές φορές θα μπορούσαν να φανταστούν κάτι άτοπο, χρησιμοποιείται κατά τρόπο που φαίνεται πιο εύφημος. “Έπεσε, λέει κάποιος, η αγάπη του σε μένα, όπως η αγάπη των γυναικών”. Για όσους αφουγκράζονται σωστά τα θεία, το όνομα της αγάπης χρησιμοποιείται από τους ιερούς θεολόγους με την ίδια σημασία όπως το όνομα του έρωτα, σύμφωνα με τις θεϊκές αποκαλύψεις. Αυτό λοιπόν το όνομα δηλώνει μια δύναμη ενοποιητική και συνδετική, εξαιρετικά συνεκτική, που προϋπάρχει μέσα στο ωραίο και αγαθό εξαιτίας του ωραίου και αγαθού, που συγκρατεί όσα ανήκουν στην ίδια τάξη με μια αμοιβαία αλληλοσύνδεση, που κινεί τα ανώτερα στην πρόνοια για τα κατώτερα και που εδραιώνει τα κατώτερα σε μια κατάσταση ανάνηψης προς τα ανώτερα» (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, 4, 12).
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος