Η ζωή σε ταχύτητες 5G

Γράφει η Μαρία Καμπάνταη*

 

            Περασμένες οκτώ το βράδυ· περπατώ στο εθνικό στάδιο της πόλης μου. Στη στροφή του κουλουάρ, το βλέμμα μου πέφτει σε εκείνο το παλιό λατινικό αξίωμα: Citius, altius, fortius. «Πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά». Κι όμως, όσο μεγαλώνω, όλο και περισσότερο αναρωτιέμαι: μήπως ζούμε σε μια εποχή που το «πιο γρήγορα» μάς απομακρύνει από τον ίδιο μας τον εαυτό;

            Η κοινωνία σήμερα μάς καλεί να τρέχουμε: να μαθαίνουμε γρήγορα, να αποφασίζουμε γρήγορα, να ξεχνάμε γρήγορα και να προχωρούμε ακόμη πιο γρήγορα. Σπουδές, δουλειά, οικογένεια, προσωπική ανάπτυξη – όλα πρέπει να χωρέσουν σε ένα πρόγραμμα ασφυκτικό, λες και η αξία τους μετριέται αποκλειστικά με την ταχύτητα εκτέλεσης. Κι όμως, όπως και στην ψυχοθεραπεία – που τόσο συχνά τη θέλουμε «σύντομη», «express», «να τελειώνει γρήγορα» – αυτό που πραγματικά έχει σημασία χρειάζεται χρόνο για να ανθίσει.

            Η ταχύτητα μάς υπόσχεται αποφυγή: αποφυγή απογοήτευσης, αποφυγή συνειδητοποίησης, αποφυγή βαθύτερων ερωτημάτων που ίσως μας φέρουν σε δύσκολη θέση. Έτσι εκπαιδεύουμε τον νου μας να λειτουργεί σαν αυτόματο πιλότο 5G, αποκομμένος από το βίωμα, από τις μικρές, καθημερινές λεπτομέρειες που δίνουν στη ζωή ουσία και νόημα.

            Σκεφτείτε τη σκηνή: να τρέχεις να προλάβεις να πας το παιδί σου στην τέταρτη εξωσχολική δραστηριότητα, χωρίς να δεις ότι φόρεσε την μπλούζα του ανάποδα. Να προετοιμάζεις βιαστικά το φαγητό, με την πλάτη στραμμένη προς τα αγαπημένα σου πρόσωπα, που τελικά κακοκαρδίζονται όχι για το φαγητό, αλλά γιατί νιώθουν πως δεν τα βλέπεις πραγματικά. Ή να προσπερνάς βιαστικά μια ζωγραφιά που σου χάρισε το παιδί σου, σαν μια πινακίδα στη διαδρομή, χωρίς να αφιερώσεις το βλέμμα σου σε αυτό που κουβαλάει: αγάπη, σκέψη, προσπάθεια.

            Η ταχύτητα δεν είναι καθεαυτή αρνητική. Αντίθετα, συχνά είναι απαραίτητη: για να ανταποκριθούμε σε προθεσμίες, για να δράσουμε σε κρίσιμες στιγμές, για να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο που δεν σταματά. Όμως όταν γίνεται αυτοσκοπός, όταν επιβάλλεται ως καθημερινός ρυθμός ζωής, τότε μετατρέπεται σε παγίδα. Και η ψυχή μένει νηστική, αδημονούσα για το βλέμμα, την προσοχή, τον στοχασμό που δεν έρχονται ποτέ.

            Οι σωματικές συνέπειες δεν αργούν: ημικρανίες, μυοσκελετικοί πόνοι, αυτοάνοσα, ένα αίσθημα χρόνιας κόπωσης που καταλήγει να γίνει η «κανονικότητα». Το «Καλημέρα» αντικαθίσταται από ένα κουρασμένο «ουφ!». Και στο βάθος, η φωνή που κάποτε ρώταγε «τι θέλω στ’ αλήθεια;» σωπαίνει, γιατί δεν τη σταθήκαμε να την ακούσουμε.

            Η πρόταση; Να τολμήσουμε να επιβραδύνουμε. Το λεγόμενο slow living δεν είναι μόδα, αλλά στάση ζωής: να σταματήσεις για λίγο στο κουλουάρ, να αφουγκραστείς την ανάσα σου, να δεις τα χρώματα του ουρανού, να μυρίσεις τον καφέ σου. Να αφιερώσεις λίγο χρόνο στη σιωπή σου, να ονομάσεις αυτό που αισθάνεσαι, να δώσεις μια αληθινή αγκαλιά – όχι βιαστική, αλλά εκείνη που θυμίζει σε σένα και τον άλλον ότι υπάρχετε.

            Η ζωή δεν είναι αγώνας δρόμου. Δεν χρειάζεται να βγεις πρώτος. Χρειάζεται, όμως, να βρεις το δικό σου ρυθμό, να ξανασυνδεθείς με τις αισθήσεις σου, με τους ανθρώπους που αγαπάς, με τις αξίες σου. Και τότε, το «πιο ψηλά, πιο δυνατά» αποκτά νέο νόημα: δεν είναι να πας πιο γρήγορα, αλλά να ζήσεις πιο ουσιαστικά, μαζί με τους άλλους και –κυρίως– μαζί με τον εαυτό σου.

            Γιατί, στο τέλος, όπως λένε και οι παλαιότεροι: «Πολύ βιάζεσαι· θα γεράσεις γρήγορα». Κι ίσως, ακόμη χειρότερα, να μην ζήσεις καθόλου.

 

*Η Μαρία Καμπανταή είναι κλινική ψυχολόγος και συγγραφέας τριών βιβλίων που αγγίζουν καίρια ζητήματα της ανθρώπινης ψυχής. Στον «Ανελκυστήρα» εξετάζει την έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας, προσφέροντας σκέψεις και πρακτικά εργαλεία για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής. Στο «Μαμά» προσεγγίζει με τρυφερότητα και επιστημονική ματιά τη βαθιά και πολύπλοκη σχέση μητέρας και παιδιού. Τέλος, στο «Οι καλές μέρες ξεκινούν με καφέ» αναδεικνύει τη δύναμη των μικρών, καθημερινών στιγμών που φέρνουν ισορροπία, χαρά και ελπίδα στην καθημερινότητά μας.