Στην εκκλησία είναι όλα μυστήρια;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, είναι ανάγκη να αποφευχθεί ως μονολεκτική. Οι μονολεκτικές απαντήσεις πολλές φορές τείνουν να αποδειχτούν βεβιασμένες και παρορμητικές.

Η σύνολη θεώρηση ενός γεγονότος και η προσεκτική του έρευνα, σίγουρα αποτελούν ασφαλή εγγύηση για την ορθή αξιολόγηση του γεγονότος, εν τέλει του θέματος που αφορά το παρόν άρθρο. Δεν χρειάζεται δε, να σημειώσω πως η προσέγγιση αυτή εξασφαλίζει την αλήθεια των πραγμάτων, όχι μέσα από υποκειμενικές κρίσεις, αλλά ούτε ακόμη και από αντικειμενικές, καθώς η αντικειμενικότητα ως παράγοντας αξιολογικής διαμόρφωσης, εμπεριέχει πολλές φορές ύπουλη την αμερόληπτη προσέγγιση των πραγμάτων. Τα κριτήρια λοιπόν είναι αγιοπνευματικά∙ δηλαδή αφορούν τη ζωή της Εκκλησίας όπως αυτή αποτυπώνεται στην ιστορική πορεία ξεδίπλωσης του σχεδίου της Θείας Οικονομίας.

Αφορμή για τον παραπάνω τίτλο, αποτελεί η μνήμη του αγίου Νικολάου Καβάσιλα, που η αγία μας Εκκλησία τιμά και εορτάζει σήμερα στις 20 Ιουνίου. Ο Νικόλαος Καβάσιλας, ένας άγιος του 14ου αιώνα, εξύψωσε τον άνθρωπο, αφού μαζί με άλλους Πατέρες όπως ο Γρηγόριος Παλαμάς, δίδαξαν πως η γνώση του Θεού είναι εμπειρική και μας δίνεται μέσα από τα ιερά μυστήρια. Αυτό βέβαια, σε αντίθεση με τον Βαρλαάμ, που αμφισβητούσε την εμπειρία της θεοπτίας, αμφισβητώντας παράλληλα την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, σαφώς επηρεασμένος από την πλατωνική αντίληψη κατά την οποία «θεός δέ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται».

Ύστερα κι από αυτή την επισήμανση, επιμένω να αποφεύγω μία μονολεκτική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, καθώς έχω ισχυρή τη βεβαίωση πως αυτή, είτε ως κατάφαση είτε ως άρνηση, περιπλέκει τα πράγματα. Δυστυχώς, και αυτό προβληματίζει τη διεθνή θεολογική επιστημονική κοινότητα, το θέμα περί των μυστηρίων στην Εκκλησία της ορθόδοξης Ανατολής, παραμένει ασαφές ζήτημα. Ομολογώ όμως, πως επουδενί δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των μυστηρίων. Αφορά όμως, το ερώτημα «τι είναι μυστήριο»; Αυτό λοιπόν το ερώτημα, αποτελεί την άριστη αφορμή, που συμβάλλει στην προσέγγιση ενός θέματος, που δεν έχει τη δική του «καθαρότητα» ως προς την απάντηση. Θέλω λοιπόν, να πω, πως πριν δοθεί απάντηση στο ερώτημα «στην Εκκλησία είναι όλα μυστήρια;», οφείλουμε να ξεκινήσουμε από τον ορισμό της έννοιας «μυστήριο». Και πιστέψτε με, πως μόνο ο ορισμός αυτός και θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα και θα αναδείξει τη σπουδαιότητα του κατεξοχήν ιερού μυστηρίου, ήτοι της Θείας Ευχαριστίας.

Αναζητώντας, επιφυλακτικά θα έλεγα, έναν ορισμό σχετικά με το τι είναι μυστήριο στην Εκκλησία, διαπίστωσα αυτό, που ήδη είχε σχηματιστεί μέσα μου από την έρευνα και την αναζήτηση. Ότι, δηλαδή η πατερική σκέψη απέφυγε να ορίσει την έννοια «μυστήριο». Εξάλλου, καταπώς σημειώνει ο αείμνηστος δογματολόγος Νίκος Ματσούκας αναφορικά με το ζήτημα, «η ζωή άλλωστε δεν ορίζεται». Έχω παράλληλα την εντύπωση, πως κάθε προσπάθεια ορισμού του «μυστηρίου» στην εκκλησία, μοιάζει με την αγωνιακή προσπάθεια του Heidegger να υπερβεί τη μεταφυσική, χρησιμοποιώντας εντούτοις όρους της μεταφυσικής. Το μυστήριο, θα αποφύγω τον όρο «είναι» αν και μπαίνω στον πειρασμό, αποκαλύπτεται. Εδώ επισημαίνει κάτι πολύ χρήσιμο ο Ν. Μπερντιάεφ, ένας σπουδαίος Ρώσος θρησκειοφιλόσοφος, καθώς παρατηρεί πως «η μυστηριώδης πλευρά της αποκάλυψης δεν μπορεί να εκφραστεί με διασκεπτικούς όρους∙ η διασκεπτική έκφραση είναι πάντοτε συμβατική». Κάτι τέτοιο υπάρχει ως εκφραστική – άρρητη θα έλεγα – προσέγγιση μέσα στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας, καθώς η λεκτική αποτύπωση του μυστηρίου του Θεού, το οποίο σαρκώνεται ως αποκεκαλυμμένη αλήθεια και βιώνεται εμπειρικά, δηλώνεται στις ευχές της Θείας Λειτουργίας με το στερητικό «α». Είναι χαρακτηριστικές οι λέξεις «ανέκφραστος», «απερινόητος», «αόρατος», «ακατάληπτος», που ο ιερέας διαβάζει στην ευχή πριν από τον επινίκιο ύμνο, στη Θεία Λειτουργία. Λέξεις που δηλωτικές μιας άρνησης σκεπτικιστικής στην κατάφαση του γεγονότος της Θ. Ευχαριστίας.

Πώς, λοιπόν συμβάλλει στο ερώτημα του τίτλου ο Νικόλαος Καβάσιλας; Κάνοντας μία παρένθεση, οφείλω να επισημάνω, πως η συμβολή του στο ζήτημα αυτό» είναι τεράστια, αφού με τα έργα του «Περί της εν Χριστώ ζωής» και «Ερμηνεία εις την Θεία Λειτουργίαν», σπουδάζει το μυστηριακό γεγονός, το οποίο με μόνο τον εμπειρικό τρόπο, γνωρίζει στους αναγνώστες. Γράφει λοιπόν, στην «Ερμηνεία εις την Θεία Λειτουργία»: «Σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις». Αυτόν τον «ορισμό» μας παραθέτει ο Νικόλαος Καβάσιλας, ενδεικτικό της «αμηχανίας» της εκκλησίας να ορίσει τον όρο «μυστήριο», κάτι που απεμπόλησε κάθε σακραμενταλιστική θεώρηση της έννοιας του μυστηρίου στην ορθόδοξη ζωή.

Εδώ προκύπτει ένα άλλο ερώτημα. Αφού η εκκλησία σημαίνεται, αποκτά δηλαδή την ταυτότητα της στα μυστήρια, τότε ποια είναι τα μυστήρια της; Εδώ, οφείλουμε ένα ξεκαθάρισμα και δεικτικός είναι ο λόγος του Γέροντος Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, που εμφατικά τονίζει πως «η φράση ἐν τοῖς μυστηρίοις δεν σημαίνει για τον Καβάσιλα τα επτά μυστήρια (κατάλοιπο της σχολαστικής θεολογίας), αλλά μόνο τη Θ. Ευχαριστία, η οποία στην αρχαία λειτουργική γλώσσα, καλείται ως τα φρικτά και ζωοποιά μυστήρια». Επομένως, είναι πλέον στο παρόν σημείο, να ξεκαθαρίσουμε πως ο Καβάσιλας ως «μυστήρια» εννοεί μόνο τη Θ. Ευχαριστία. Ο πληθυντικός αριθμός της έννοιας, που χρησιμοποιεί δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, καθότι στις ευχές της Θ. Λειτουργίας ο όρος «μυστήρια», «μυστηρίων», «μυστηρίοις» απαντά συχνά. Για παράδειγμα στην ευχή της Προθέσεως ο ιερέας εύχεται: «καί ἡ­μᾶς ἀ­κα­τα­κρί­τως δι­α­φύ­λα­ξον ἐν τῇ ἱ­ε­ρουρ­γί­ᾳ τῶν θεί­ων σου μυ­στη­ρί­ων», στη δεύτερη ευχή των πιστών, πριν από τον χερουβικό ύμνο, εύχεται: «ἀνενόχως καί ἀκατακρίτως μετέχειν τῶν ἁγίων σου μυστηρίων καί τῆς ἐπουρανίου σου βασιλείας ἀξιωθῆναι». Ακόμη πιο γνωστή είναι η ευχή, που διαβάζει μετά τη Μετάληψη των πιστών, μεταφέροντας τα Τίμια Δώρα στην Προσκομιδή και ευχόμενος «Ὀρθοί. Μεταλαβόντες τῶν θείων, ἁγίων, ἀχράντων, ἀθανάτων, ἐπουρανίων καί ζωοποιῶν, φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ».

Σήμερα, στη ζωή της εκκλησίας έχει επικρατήσει, εκτός της Θ. Ευχαριστίας, μυστήρια να καλούνται και ο γάμος, η βάπτιση, το ευχέλαιο, η εξομολόγηση κ.ά. Επίσης, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης στο έργο του «Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας», αποκαλεί τη νεκρώσιμη ακολουθία «μυστήριο επί των ιερώς κεκοιμημένων». Ο ίδιος πάλι Πατέρας συγκαταλέγει στα ιερά μυστήρια και τη μοναχική κουρά. Ο δε Θεόδωρος Στουδίτης χαρακτηρίζει ως «μυστήριο» τη μοναχική κουρά. Βλέπουμε λοιπόν, πως η πατερική παράδοση, αφενός μεν δεν εντόπισε το μυστήριο σε ένα και μόνο αποκλειστικά γεγονός της τριαδικής φανέρωσης του Θεού, αφετέρου δε μας εκπλήσσει, χαρακτηρίζοντας ως «μυστήρια» μεταξύ άλλων, τη μοναχική κουρά και τη νεκρώσιμη ακολουθία (εξάλλου, επί τούτου ποιος αμφιβάλλει αυτό, που υμνολογικά αναπέμπει ως δέηση ο μέγας δογματολόγος Ιωάννης Δαμασκηνός, ευχόμενος «ὄντως φοβερώτατον, τό τοῦ θανάτου μυστήριον»;). Επομένως, με βάση τα παραπάνω, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε κανένα γεγονός, που συντελείται εντός της εκκλησίας και προέρχεται από την άκτιστη ενέργεια του Θεού, ως μυστήριο. Σ’ αυτό συνηγορεί ο Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου, χαρακτηρίζοντας ως μυστηριώδεις όλες τις ενέργειες του Θεού.

Είναι πλέον καιρός για μία άκρως σημαντική επισήμανση. Καταλυτική για το ξεθώριασμα ασαφειών, που έχουν δημιουργηθεί στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας. Στην εκκλησία, μυστήριο είναι μόνο η Θ. Ευχαριστία. Αυτό βέβαια, δεν αποκλείει κάθε φανέρωση των ενεργειών του Θεού από το να χαρακτηριστούν ως «μυστήρια» (και οι οποίες συντελούνται στο βάπτισμα, στο χρίσμα, στο γάμο κ.α.) αλλά αυτά τα αγιοπνευματικά γεγονότα, χαρακτηρίζονται ως μυστήρια (με την ευρεία έννοια) ακριβώς και μόνο επειδή αντλούν την «ισχύ» τους και την πνευματική τους φύση, από το κατεξοχήν μυστήριο της εκκλησίας, δηλαδή τη Θ. Ευχαριστία. Αυτό δεν είναι ξένο προς τη ζωή της εκκλησίας, ούτε μία καινοφανής τοποθέτηση, αν σκεφτούμε, πως στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ο γάμος, το βάπτισμα κ.ά. τελούνταν εντός της Θ. Ευχαριστίας. Ήταν απόλυτα συνδεδεμένα με το μυστήριο της ευχαριστιακής συνάξεως «επί το αυτό», και με την πάροδο του χρόνου, αν και αποκόπηκαν από τη Θ. Ευχαριστία (όπως συμβαίνει και στις μέρες μας), συνηθίζεται να καλούνται μυστήρια. Εξ ου και κάποιες δεήσεις, ευχές της Θ. Ευχαριστίας, που έχουν περάσει στην ακολουθία του γάμου, του βαπτίσματος κ.ο.κ., μετά την αποκοπή τους από το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας.

Αν τώρα, λάβουμε υπόψη μας τη φράση του Μαξίμου Ομολογητή «σκιά τά τῆς Παλαιᾶς, εἰκών τά τῆς Νέας Διαθήκης, ἀλήθεια δέ ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις» (από το «Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας») βρισκόμαστε ενώπιον μίας πραγματικότητας, που επουδενί δεν επιτρέπει την αστοχία των πραγμάτων, αλλά δρα καταλυτικά στο ξεκαθάρισμα πολλών ασαφειών. Καταρχάς, οι όροι «εικόνα» και «αλήθεια» αποτελούν φιλοσοφικά δάνεια της πλατωνικής θεώρησης, εντούτοις ο Μάξιμος (όπως και ο Διονύσιος στην «Εκκλησιαστική Ιεραρχία» και άλλοι Πατέρες), τα δανείζονται για να διατυπώσουν τη σκέψη τους. Το μαξιμιανό λοιπόν, τρίπτυχο «σκιά – εικόνα – αλήθεια» ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Επικεντρώνει την προσοχή μας στην «αλήθεια», δηλαδή στην μελλοντική κατάσταση των γεγονότων (που ως εικόνες έχουν ισχύ στον παροντικό χρόνο), όπου το μόνο μυστήριο που θα υφίσταται (στη Βασιλεία του Θεού) είναι η Θ. Ευχαριστία και όχι ο γάμος, η εξομολόγηση, το χρίσμα, το βάπτισμα κ.ά.

Στο παρόν, υφίσταται η «εικόνα», δηλαδή «τά νῦν τελούμενα ἐν τῇ συνάξει», όπως γράφει ο Μάξιμος. Αυτά τώρα τα «τελούμενα» πάλι καταπώς ο ίδιος σημειώνει στη συνέχεια των λόγων του, «σύμβολα ταῦτα, καί οὐκ ἀλήθεια». Η Λειτουργία λοιπόν που τελείται δεν είναι η «αλήθεια» όπως θα υφίσταται στη Βασιλεία του Θεού, αλλά η εικόνα της αλήθειας. Εικονίζει την αλήθεια (εδώ ο όρος «εικόνα» όχι όπως νοείται στην πλατωνική φιλοσοφία περί ιδεαλιστικής θεώρησης του κόσμου), που ως νέα κατάσταση θα συνεχίζει να έχει ισχύ στα έσχατα.

Εν κατακλείδι, απ’ ότι φάνηκε μέσα από την πατερική σκέψη και στοχασμό, το μυστήριο αφενός μεν δεν ορίζεται, αφετέρου δε δεν εντοπίζεται ως συγκεκριμένη ενέργεια του Θεού, σε συγκεκριμένη κατάσταση. Στην εκκλησία όλα είναι μυστήρια. Κι αν ο γάμος, το βάπτισμα, και άλλα τα χαρακτηρίζουμε ως «μυστήρια», αυτό ωφείλεται στο γεγονός ότι ενυπήρχαν μέσα στο κατεξοχήν και μοναδικό μυστήριο της εκκλησίας, τη Θ. Ευχαριστία. Ένα μυστήριο, που δηλώνει την ταυτότητα της εκκλησίας. Δεν μπορώ στο τέλος, παρά να μνημονεύσω τη σημαντική και καθοριστική προσφορά του Ρώσου θεολόγου Ν. Αφανάσιεφ στην «ευχαριστιακή εκκλησιολογία», η οποία επηρέασε τη διδασκαλία περί εκκλησίας της Β’ Βατικάνειας Συνόδου (1962 – 1965), καθώς και τη σύνδεση της «ευχαριστιακής εκκλησιολογίας» και της άσκησης, όπως επισημαίνει στα έργα του ο Μητροπολίτης Περγάμου κ.κ. Ιωάννης Ζηζιούλας.

 

Ηρακλής Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος