Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Βαγγέλη Αυδίκου, στο βιβλιοπωλείο ΚΗΡΗΘΡΕΣ

Ο Σύλλογος Ηπειρωτών  ν. Τρικάλων, ο Λαογραφικός Χορευτικός Όμιλος Τρικάλων «Ασκληπιός», οι εκδόσεις ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ και το βιβλιοπωλείο  ΚΗΡΗΘΡΕΣ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του καινούριου βιβλίου του Βαγγέλη Αυδίκου, που θα γίνει στα Τρίκαλα, στις 4 Απριλίου 2017, ημέρα Τρίτη, ώρα 8 μμ, στο βιβλιοπωλείο ΚΗΡΗΘΡΕΣ (Γλάδστωνος 13, Τρίκαλα).

 

Θα μιλήσει ο Αγαθοκλής Αζέλης, φιλόλογος, ποιητής

Και θα ακολουθήσει συζήτηση με τον συγγραφέα

Θα προλογίσει η Νίκη Χύτα, πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών

Διαβάζει: η ηθοποιός Λίνα Μαργώνη.

Κιθάρα-τραγούδι: Παναγιώτης  Ζαχαρόπουλος

Βαγγέλης Αυδίκος, Οι τελευταίες πεντάρες, εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2016

Ένα τάμα και μια υπόσχεση στην αγαπημένη του Νίκη και τον παππού του στέλνουν τον Σπυρίδωνα από το Λονδίνο στην Πρέβεζα. Η επίσκεψη γίνεται αφορμή να γνωρίσει μια άλλη πλευρά του παππού του. Η εικόνα με την οποία μεγάλωσε θρυμματίζεται. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Σκέψεις και καλά κρυμμένα μυστικά. Ανοίγει σιγά σιγά η κουρτίνα της λήθης που σκέπασε την πόλη και όσα έγιναν την εποχή εκείνη. Μια πόλη που χωρίστηκε στα δύο. Μια πόλη που επικράτησε η αλόγιστη βία. Ανθρώπινες σχέσεις που δοκιμάστηκαν. Ο φόβος που απλώθηκε παντού. Η σιωπή που έκλεισε τα στόματα των περισσοτέρων.

Όλα αυτά ως τη στιγμή που φτάνει ο Σπυρίδων. Όλοι πια ξύνουν τις πληγές και τη μνήμη τους. Αναφέρονται σε πάθη και αδυναμίες. Στην απρονοησία και τον φανατισμό. Σε όνειρα και προσδοκίες. Σε συγκρούσεις και απογοητεύσεις. Στον πόνο και την ερήμωση της πόλης. Σε έρωτες που πόνεσαν αλλά και ξεπέρασαν τις αντιθέσεις.

Οι ανθρώπινες σχέσεις που δοκιμάζονται σε καιρούς εμφύλιας σύγκρουσης, τυφλής βίας.

Το μυθιστόρημα έχει ως αφετηρία του ένα πραγματικό γεγονός: την εκτέλεση σαράντα οκτώ πολιτών της Πρέβεζας από τον ΕΔΕΣ. Ανάμεσα στα θύματα συγκαταλέγονται πολίτες, που σε μεγάλο βαθμό ανήκαν στο ΕΑΜ αλλά και άλλοι που ανήκαν στους βενιζελικούς. Μαζί μ’ αυτούς εκτελέστηκαν και  δεκατέσσερα παιδιά, ηλικίας 16-19 ετών που ανήκαν στην Υποδειγματική ΕΠΟΝ. Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν σε διάστημα δέκα ημερών. Από την αποχώρηση των Γερμανών από την πόλη στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 ως τις 23 Σεπτεμβρίου, μια μέρα πριν από τη συμφωνία της Καζέρτας.

Αυτή η περίοδος των δέκα ημερών είναι η πληγή που πονάει. Γύρω απ’ αυτήν οργανώνεται όλη η μυθιστορηματική αφήγηση, που χρονικά φτάνει ως τη σημερινή εποχή. Μια επίσκεψη ξεβολεύει τους ήρωες της μυθιστορίας, οι οποίοι αρχίζουν να ξετυλίγουν τη μνήμη τους. Οι ιστορίες τους, με τον τρόπο αυτό, γίνονται το αφηγηματικό στημόνι για να κλείσουν οι εκκρεμότητες. Όλοι έχουν να κλείσουν προσωπικούς λογαριασμούς . Να θυμηθούν. Να συμβιβαστούν με τις ενοχές για το παρελθόν.

Το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορικό. Αντλεί το υλικό από πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο αυτή την περίοδο. Δεν ενδιαφέρεται, όμως,  ν’ αποδώσει ευθύνες. Αυτό είναι υπόθεση άλλων. Ούτε στόχος είναι η ιστορική αναπαράσταση της εποχής.  Το μυθιστόρημα, με αφορμή τα όσα έγιναν τότε, εξελίσσεται σε μια μυθοπλασία για τη βία και τη μοναξιά των ανθρώπων σε χρόνους ταραγμένους. Η μυθιστορία αναζητά  τις πληγές των ανθρώπων που εγκλωβίζονται σε αδιέξοδα. Που ο φανατισμός τυφλώνει τη σκέψη τους. Αγκαλιάζει με τρυφερότητα τους τσακισμένους ανθρώπους, που δεν μπόρεσαν να σταθούν όρθιοι στα χρόνια της φωτιάς. Οι ήρωες είναι άνθρωποι με πάθη, που αγωνίζονται να δώσουν λύση σε ερωτήματα που τους ταλανίζουν.

Είναι μια ιστορία για τη μεταπολεμική επαρχία, για όλη την Ελλάδα που ο κύκλος της βίας τη βύθισε στο διχασμό και  την εσωστρέφεια. Είναι μια ελεγεία για όλους, νικητές και νικημένους, μια και τελικά όλοι βγήκαν ηττημένοι απ’ αυτή την περιπέτεια.

Είναι συχνές οι περιπτώσεις που με ρωτάνε για ποιους λόγους γράφω. Τι είναι αυτό που κάνει έναν πανεπιστημιακό ν’ αφήσει την επιστημονική μελέτη και να ασχοληθεί με τη δημιουργία ιστοριών και τη συγγραφή μυθιστορημάτων. Πρώτα απ’ όλα, πρόκειται για δυο πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους. Μπορεί να χρησιμοποιούν το ίδιο υλικό. Το κάνουν όμως με διαφορετικό τρόπο. Η λογοτεχνία απελευθερώνει τη σκέψη αλλά και τα συναισθήματα. Δε χρειάζεται να πείσεις με επιχειρήματα. Το μόνο που σου ζητάει η λογοτεχνία είναι να αφηγηθείς μια ιστορία και να ταξιδέψεις τους αναγνώστες στο λογοτεχνικό σου  σύμπαν.