Μητροπάνος: 6 χρόνια από την «φυγή» του-3 κείμενα εις μνήμην

Μητροπάνος, όπως λέμε άντρας

Λίγες οι κουβέντες του, κοφτές. Πλούσια συναισθήματα όχι απλωμένα. Γλυκά μάτια…

Της Ρέας Βιτάλη

Τούτη η γενιά θαρρείς βάλαμε σκοπό ν’ ακυρώσουμε το ανδρικό φύλο. Όχι ότι τους κάναμε κακό. Μια ευκαιρία δώσαμε να φανερώσουν μια αθέατη πλευρά τους. Του ευαίσθητου, του αδύναμου, του διαλλακτικού, του φοβισμένου. Όχι ότι κάναμε κακό και στον εαυτό μας. Μια ευκαιρία πήραμε να φανερώσουμε κι εμείς μια αθέατη πλευρά. Της δυναμικής, της πολυπραγμοσύνης, της ικανότητας στην οικονομική διαχείριση.

Μα είναι κάτι μέρες, μάλλον κάτι βράδια, που σέρνει η νοσταλγία μνήμες. Τότε που ο άνδρας ήταν άνδρας και η γυναίκα γυναίκα. Χωρίς περαιτέρω αναλύσεις κι εξηγήσεις. Γιατί; Γιατί έτσι! Και τότε η γυναικεία φύση ξεθαρρεύει και ξεφουρνίζει αδυναμίες. Και ζητάει ένα στέρνο ν’ ακουμπήσει το κεφάλι και ν’ ανεβοκατεβαίνει με την ανάσα του. Ένα χέρι να πιαστεί κι ας την πονέσει στο σφίξιμο. Ένα σπρώξιμο να παρακινηθεί. Ζητάει το φλύαρο μυαλό. (Μα πόσο φλύαρα έγιναν τα γυναικεία μυαλά!) Μια ανδρική φωνή να προστάξει «άστο σε μένα». Να δηλώσει κοφτά «χρέωσέ το σε μένα».  Έναν άνδρα με αρχέγονα χαρακτηριστικά. Όχι άτριχο. Όχι λαλίστατο. Βράχο. Χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις κι αναλύσεις.

Δεν γνώρισα ποτέ τον Δημήτρη Μητροπάνο. Από την ώρα που ανακατεύτηκα με την δημοσιογραφία σημείωσα στα όνειρά μου μια λίστα ανθρώπων που ήθελα να πάρω συνέντευξη. Δεν τα κατάφερα κι άσχημα. Μίλησα και μ΄αυτούς που θέλησα και κυρίως μ΄αυτούς που δεν ήθελαν να μιλήσουν. Τους τίμησα και τους δύο. Με τίμησαν κι αυτοί. Πολλοί με την φιλία τους. Τον Δημήτρη Μητροπάνο ποτέ δεν τον προσέγγισα. Εκτός λίστας κι ας τον θαύμαζα. Το φοβήθηκα. Μου αρκούσε ν΄ακούω την φωνή του να υψώνεται στο «Όσοι με τον χάρο γίναν φίλοι», να βαθαίνει στο αγαπημένο μου «Τα δίδυμα φεγγάρια». Με ησύχαζε να παρακολουθώ την πορεία του. Έντιμη, αγέρωχη, καθάρια. Αντρίκια. Ναι! Αυτή τη λέξη διαλέγω για κείνον. Αντρίκια. Λίγες οι κουβέντες του, κοφτές. Πλούσια συναισθήματα όχι απλωμένα. Γλυκά μάτια. Βάσανα κρατημένα για τον εαυτό του και μόνο. Αυτός τα ήξερε. Αυτός και η ψυχή του τα πάλεψε. Σ΄ άλλα τα κατάφερε, σ’ άλλα σήκωσε τα χέρια ψηλά. Αυτός κι η ψυχή του. Όπως οι άνδρες. Κάποτε.

Αν δεν θέλησα λοιπόν να τον προσεγγίσω (με την αναγγελία του θανάτου του το κατάλαβα) ήταν γιατί φοβήθηκα μη μου χαλάσει το «δείγμα». Στο μυαλό μου τον είχα καταχωρίσει ως «δείγμα» τού «οι άντρες κάποτε». Να ΄χω να λέω στην επόμενη γενιά. Δημήτρης Μητροπάνος. Τραγουδιστής τεράστιος. Μέγας. Λιγόλογος. Ό,τι είχε να πει το είπε τραγουδώντας. Για τ΄ άλλα. Αυτός και μόνο ήξερε.

Δημήτρης Μητροπάνος όπως λέμε άντρας. Έστω…Όπως λέγαμε κάποτε. Ή όπως τους φανταζόμασταν. Ήταν δεν ήταν. Υπήρξαν δεν υπήρξαν. Ο Δημήτρης Μητροπάνος θα μου λείψει. Χωρίς περαιτέρω αναλύσεις κι εξηγήσεις.


Ο κ. Μητροπάνος

Ο καθένας μας είχε και τον δικό του Μητροπάνο. Τι να πρωτοδιαλέξεις, άλλωστε, από τα άπειρα τραγούδια του, που τέσσερις δεκαετίες τώρα σημάδευαν τις χρονιές μας, κάθε καινούργιος δίσκος του και μια αφορμή για χοροπηδητά και ακροάσεις προσεχτικές, σαν να ήταν το βινύλιο και το cd μάθημα προς εξέταση.

Της Βένας Γεωργακοπούλου 

«Τώρα που πλαγιάζεις λυπημένη βγαίνει ένα παράπονο στις στράτες, πνίγει τους ανύποπτους διαβάτες και τους κάνει αναίτια να πονούν». Δεν μας έκανε συχνά το χατήρι ο Μητροπάνος να λέει τη «Λυπημένη» του Μίκη στις συναυλίες και στα κέντρα. «Γιατί, βρε Μήτσο;», παραπονιόμουνα. Ο κόσμος ήθελε τις μεγάλες του επιτυχίες, τη «Ρόζα» και τα «Λαδάδικα» ή το άλλο, το μακρόσυρτο «Αλίμονο», με το οποίο ολοκλήρωνε πάντα τελετουργικά τις εμφανίσεις του.

Ο καθένας μας είχε και τον δικό του Μητροπάνο. Τι να πρωτοδιαλέξεις, άλλωστε, από τα άπειρα τραγούδια του, που τέσσερις δεκαετίες τώρα σημάδευαν τις χρονιές μας, κάθε καινούργιος δίσκος του και μια αφορμή για χοροπηδητά και ακροάσεις προσεχτικές, σαν να ήταν το βινύλιο και το cd μάθημα προς εξέταση.

Εγώ, όμως, δυό τραγούδια του, τη «Λυπημένη» και τη «Θεσσαλονίκη» του Ζαμπέτα, ακούω και ξανακούω για να τον αποχαιρετήσω. Το πρώτο σπαραχτικό. Το δεύτερο αλέγκρο, εύθυμο, νεανικό. ‘Έτσι τον πρωτογνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του ΄60  να παίρνει το αμάξι του, στην τσέπη χαρτζιλίκι και να ξεκινάει το μουσικό του ταξίδι. Πριν τον ανακαλύψει ο Μούτσης και του δώσει το 1973 τον «Άγιο Φεβρουάριο». Πρίν περιπλανηθεί με όπλο μια μοναδική, ανεπανάληπτη, κορυφαία φωνή (μην ξανακούσω τη βλακεία ότι ήταν φάλτσος) σε όποιο μουσικό μονοπάτι του άρεσε. Βαρύ λαϊκό, έντεχνο, σύγχρονο. Για να κερδίσει τους πάντες, από διανοούμενους μέχρι λαϊκούς ανθρώπους. Να βαφτίσει με τα τραγούδια του κουλτουριάρικες ταινίες. Να κυριαρχήσει στην νύχτα. Να γίνει μύθος.

Δεν γίνεται να αποφύγεις τις υπερβολές, να γράψεις έναν αντικειμενικό και ψυχρό κείμενο για τον Δημήτρη Μητροπάνο όταν ανήκεις σε εκείνους, τους πολλούς, που τον είχαν κυριολεκτικά σαν θεό. Που ό,τι και να τραγούδαγε, από Μούτση, Θεοδωράκη, Παπαδημητρίου, Μικρούτσικο και Τόκα μέχρι Μουσαφίρη και Παπαβασιλείου, στεκόσουν και τον άκουγες με την τρίχα κάγκελο και τα μάτια κλειστά. Που σου επέβαλε και το πιο μέτριο τραγούδι του, γιατί απλούστατα σού ‘φτανε και σού περίσσευε η φωνή του. Που έτρεχες να τον δεις σε κέντρα και συναυλίες για να γίνεις λίγο καλύτερος άνθρωπος.

Θυμάμαι τη γαλήνη και τη δύναμη συγχώρεσης, που μού δώρισε, στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου, τραγουδώντας το «Πρώτο φθινόπωρο» του Κορακάκη στη Βοστώνη. Γιατί, ναι, υπήρξα τυχερή. Το επάγγελμά μου με έκανε να γνωρίσω από κοντά το ίνδαλμά μου, να τού πάρω συνεντεύξεις, να τον ακολουθήσω σε περιοδείες. Και τι σπάνιο πράγμα. Ο προσωπικός του μύθος όχι μόνο άντεξε, έγινε ακόμα μεγαλύτερος όταν στη φωνή και τα τραγούδια του προστέθηκε ο ίδιος ο κ. Μητροπάνος με σάρκα και οστά.

Λέω «κ. Μητροπάνος» γιατί αυτός ο γοητευτικός άνδρας, για τον οποίον παραληρούσαν τα (γυναικεία) πλήθη και η σύντροφός του, η Βένια, χαμογελούσε, ήταν ένας βαθιά ευγενικός, συνεσταλμένος και εσωστρεφής άνθρωπος. Δεν παρίστανε τίποτα. Δεν ενδιαφερόταν για την καθημερινή εικόνα του, μόνο για την υστεροφημία του, για τα τραγούδια που θα άφηνε. Μίλαγε τόσο χαμηλόφωνα, που έκανες προσπάθεια για να τον ακούσεις και να απολαύσεις το χιούμορ του. Τις απόψεις του, κι αυτές κοφτά και μετρημένα τίς έλεγε. Δεν είναι τυχαίο, που όταν ανέβαινε στη σκηνή συνήθως έκλεινε τα μάτια, αποσυρόταν στον εαυτό του, ακόμα κι όταν μας έκανε το χατήρι να ρίξει και δυό βόλτες ζεϊμπέκικο. Σαν να τραγούδαγε γι’ αυτόν και μόνο γι’ αυτόν, σαν η πίστα του λαϊκού κέντρου να ήταν μια σκηνή θεάτρου κι αυτός ένας υποκριτής, που οι κραυγές («μεγάλε») και ο χαμός ούτε που τον έφταναν.

Κι αν τον παρομοίαζα συνέχεια στη φωνή με τη Τζάνις Τζόπλιν, ποτέ δεν τον θεώρησα έναν απλό τραγουδιστή. Ήταν κάτι πιο σύνθετο. Μια καλλιτεχνική φλόγα τον έκαιγε ολόκληρο. Έπαιρνε τα τραγούδια και τα άπλωνε, τα έκανε γεγονότα μεγαλύτερα από τις νότες και τους στίχους. Του’ δίναν με κρύα καρδιά το Ηρώδειο κι αυτός το γέμιζε -όχι, όχι μόνο με κόσμο- αλλά με την τεράστια προσωπικότητα, τη ψυχή και το πάθος του.

Γνωστή η διαδρομή του από τα Τρίκαλα και τη φτώχεια στη φήμη και τον πλούτο. Ακόμα, όμως, και στο σπίτι του στο Ψυχικό ένας Λαμπράκης παρέμεινε. Ωραίος, ρομαντικός και αξιοπρεπής σαν τη φωνή του. Νομίζω ότι πολύ θα θύμωνε αν διάβαζε την ανακοίνωση του Σαμαρά, που προσπαθεί να τον εντάξει στο εθνικιστικό του σύμπαν, μόνο και μόνο επειδή τραγούδησε για τη Μακεδονία.

Για τον Δ. Μητροπάνο

Ο Μήτσος. Ο “χρεωμένος” σε ένα άλλο λαϊκό τραγούδι από αυτό που αγάπησα, αλλά και ο Μήτσος του Μούτση, του Ελευθερίου, του Μίκη, του Παπαδόπουλου, του Τόκα, του Μικρούτσικου, του Αλκαίου. 

Του Οδυσσέα Ιωάννου 

23 Σεπτεμβρίου 2008, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στο Καλλιμάρμαρο. Συναυλία του ΣΚΑΙ και του ΜΕΛΩΔΙΑ για τα δάση. Δεκαπέντε τραγουδιστές, ανάμεσά τους κι ο Μητροπάνος. Χαμένος για περισσότερα από δύο τρία χρόνια, νοσοκομεία, Ελλάδα, Παρίσι, μεταμόσχευση νεφρού, και πολλές φήμες. Κακές φήμες. Με συστολή και φόβο του προτείνω να συμμετάσχει. Να βγει να τραγουδήσει. Θέλει. Σαν καλό νέο που απλώνεται από στόμα σε στόμα, τον περιμένουν όλοι. Βγαίνει λίγο πριν το τέλος παρέα με τον Θάνο Μικρούτσικο και ξεκινάει η Ρόζα. Μία βουή, σαν σεισμός που ξυπνάει, άρχισε να απλώνεται σε όλο το Στάδιο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε φουντώσει σε έναν ενθουσιώδη πανηγυρισμό. Ήταν Ανάσταση! Το λέω μετά λόγου γνώσεως. Ήταν Ανάσταση μπροστά στα μάτια μας. Από τις ελάχιστες τόσο έντονες και φορτισμένες στιγμές που έχω ζήσει σε αυτό το υπέροχο ταξίδι του ελληνικού τραγουδιού. Πίσω από την σκηνή οι δύο μικρές του κόρες, ψύχραιμες θα έλεγα, δεν έβλεπαν τον μεγάλο ερμηνευτή αλλά τον πατέρα τους, περιμένοντάς τον να τελειώσει και να πάνε σπίτι. Κάθομαι δίπλα τους. Η Χαρούλα Αλεξίου ανεβαίνει την ράμπα, με αγκαλιάζει και κλαίει. Ύστερα, κατεβαίνει και τον περιμένει κι εκείνη, σαν μικρή θαυμάστρια, πίσω στα καμαρίνια να του δώσει ένα φιλί.

Πραγματικά δεν ξέρω πόσοι αξιώθηκαν τέτοια αγάπη, εν ζωή, από συναδέλφους τους. Δεν λέω για την αγάπη του κόσμου, τι να πω;  Λέω για εκείνο το “ό,τι θέλει ο Μήτσος” που ήταν σαν διαταγή για όλους μας.

Έφυγε όταν ημέρεψαν οι κακές φήμες. Όταν όλο το κακό φάνταζε σαν μια μακρινή περιπέτεια που τελείωσε.

Ο Μήτσος. Ο “χρεωμένος” σε ένα άλλο λαϊκό τραγούδι από αυτό που αγάπησα, αλλά και ο Μήτσος του Μούτση, του Ελευθερίου, του Μίκη, του Παπαδόπουλου, του Τόκα, του Μικρούτσικου, του Αλκαίου.  Ο Μήτσος του “αλίμονο” που μόνο από εκείνον θα μπορούσα να το ακούσω.

Ευτυχής που είπε μερικά τραγουδάκια μου, περισσότερο τυχερός που τον γνώρισα και είπαμε και δύο κουβέντες εκτός δουλειάς. Και ναι, το κενό θα μείνει κενό. Χάσμα. Το λαϊκό του ένστικτο εξαφανίζεται σιγά σιγά από τις συλλογικές μας σταθερές.

Να αντέξουν οι κορούλες του και η Βένια. Και μόνο περήφανες να αισθάνονται. Για όλον τον αγώνα τόσα χρόνια, για όλα εκείνα τα καλά που θα ακούν για τον δικό τους άνθρωπο και θα είναι όλα αλήθεια.

 

Πηγή: protagon.gr