Γιατί να μας ενδιαφέρει μια Oικουμενική Σύνοδος;

Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ήδη αλλοτριωθεί και αρκετές φορές, φλερτάρει με τον προσωπικό του εκμηδενισμό. Τα προβλήματα, το άγχος, τα αδιέξοδα, οι αναπάντητες αγωνίες του, δείχνουν να πληθαίνουν, ο ίδιος να αδειάζει υπαρξιακά και κανένας μεταφυσικός οπτιμισμός δεν δείχνει να φέρνει το άγγελμα μιας καλής είδησης, που θα ικανοποιήσει την υπόσταση του. Πού, λοιπόν, να σκεφτεί και γιατί, άραγε, να τον ενδιαφέρει μία Οικουμενική Σύνοδος; Μήπως, πρόκειται να αλλάξει τη ζωή του ή να δοθούν λύσεις στα αδιέξοδα του;

Κι όμως, μία Οικουμενική Σύνοδος, σχετίζεται άμεσα με την ανθρώπινη ύπαρξη. Ας πάρουμε για παράδειγμα, την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ. Χ.), τους Πατέρες της οποίας τιμά η αγία μας εκκλησία σήμερα, ημέρα Κυριακή. Ο Άρειος, κήρυττε πως ο Χριστός είναι κτίσμα και δεν έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα. Έλεγε χαρακτηριστικά, πως «κτίσμα γάρ ἐστί καί ποίημα» ο Υιός και «οὐκ ἀληθινός Θεός ὁ Χριστός». Έχοντας αριστοτελικές επιρροές στην ανάπτυξη της σκέψης του, έπεσε στο σφάλμα (εδώ είναι που η φιλοσοφία δεν αποτελεί θεραπαινίδα της θεολογίας) να χρησιμοποιήσει μη «αλιευτικώς», κατά Γρηγόριο Θεολόγο, τη φιλοσοφία στη θεολογία.

Επειδή, λοιπόν, προερχόταν από τη σχολή της Αντιόχειας, στην οποία γινόταν ευρεία χρήση της διαλεκτικής του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση περί κατηγοριών, ταύτιζε το «ἀγέννητον» με το «γένητον» και το «γεννητόν» με το «γενητόν». Με απλά λόγια ταύτιζε το «γεννᾶσθαι» με το «γίγνεσθαι». Επομένως, αφού, με βάση το αριστοτελικό σχήμα, ο Υιός γεννάται, άρα και γίνεται, δηλαδή είναι κτίσμα και όχι Θεός. Αφού, λοιπόν, είναι κτίσμα, δεν έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα. Είναι δηλαδή ετερούσιος του Πατρός (το ίδιο έλεγε και ο Ευνόμιος). Εδώ, γεννιούνται κάποια ερωτήματα. Αν ο Υιός του Θεού, δηλαδή ο Χριστός, είναι κτίσμα, τότε πώς μπορεί να εγγυηθεί με τη θεία ενανθρώπιση, την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους; Είναι δυνατόν, κατά τη σκέψη του Αρείου, ένα κτίσμα (ο Υιός), να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, τη φθορά, το θάνατο, τον διάβολο;

Προς τα παραπάνω, συνηγορεί και ο Νεστόριος που αντιμετωπίστηκε στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431 μ. Χ.) από τον Κύριλλο Αλεξανδρέα. Τί έλεγε ο Νεστόριος; Ότι «τα ομοούσια τίκτουν ομοούσια», επομένως από μία γυναίκα, την Παρθένο Μαρία, δεν είναι δυνατόν να γεννηθεί ο Θεός, ο οποίος ως άκτιστος έχει διαφορετική ουσία από εκείνη του ανθρώπου. Να, λοιπόν, που οι σκέψεις και θέσεις των αιρετικών ταυτίζονται και μοιάζει ο ένας να δίνει την σκυτάλη των θέσεων στον επόμενο. Κι αυτό συναντάται, ομολογουμένως, σε κάθε Οικουμενική Σύνοδο, καθώς ο κάθε αιρετικός υιοθετεί τις αιρετικές διδασκαλίες από τον προηγούμενο, κι έτσι ανακύπτουν και νέα θέματα που αφορούν το δόγμα, δηλαδή τη ζωή της εκκλησίας.

Γίνεται, πλέον, προφανές πως μία Οικουμενική Σύνοδος συνδέεται άμεσα με την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι Πατέρες της εκκλησίας, διαφυλάσσοντας την αλήθεια των πραγμάτων περί των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος (Πατρός – Υιού – Αγίου Πνεύματος), διαφυλάσσουν το ανθρώπινο πρόσωπο, την πορεία του μέσα στην ιστορία, στην κτίση αλλά και το σπουδαιότερο∙ την ιερότητα του προσώπου του ως εικόνα Θεού, που μετέχει των άκτιστων θείων ενεργειών και όχι της ουσίας του Θεού, η οποία είναι απρόσιτη. Αυτό δεν σημαίνει, επουδενί, ότι ο άνθρωπος δεν σχετίζεται με τον Θεό. Αυτό το έλεγε ο Πλάτωνας στο «Συμπόσιο», ότι «θεός δέ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται».

Αυτή τη μεταφυσική αποξένωση ήρθε και την διέλυσε η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, ο οποίος δεν είναι ένας άνθρωπος (όπως διατεινόταν ο Άρειος), ούτε ένας θεοφόρος άνθρωπος (θεοφόροι είναι και οι άγιοι), αλλά ένας ενανθρωπήσας Θεός, στο πρόσωπο του οποίου δεν μεταβάλλεται η φύση της θεότητος Του, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Κι αν  η λέξη «Θεός» για τον Γρηγόριο Νύσσης, δηλώνει όχι το πρόσωπο αλλά την ουσία, για τον Δαμασκηνό, το όνομα «Χριστός» δηλώνει «το όνομα της υπόστασης». Στον αντίποδα των αιρετικών θέσεων του βλάσφημου Αρείου, ο Μ. Αθανάσιος που στο περίφημο «Κατά Αρειανών» ομολογεί για τον Χριστό πως «ἴδιον τῆς οὐσίας τοῦ προσκυνουμένου Θεοῦ γέννημα καί φύσει Υἱὸς ἐστί».

Αν, λοιπόν, ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα, ένας κοινός άνθρωπος, όπως υποστήριζε ο Άρειος, τότε ο Χριστός δεν μπορεί να σώσει και σε καμία περίπτωση να πραγματώσει το σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Αυτό δεν είναι μία επιπόλαια σκέψη, αλλά έχει βαθύτατες οντολογικές συνέπειες στο ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν διασφαλίζεται το γεγονός της σωτηρίας, ο Χριστός δεν μπορεί να αναστηθεί. Έχει τρομερές συνέπειες στο όλον του ανθρώπου, η αιρετική διδασκαλία του Αρείου. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να συσχετιστεί μυστηριακά με τον Χριστό, ο Χριστός δεν έχει θεότητα αλλά κτιστότητα στη φύση Tου, σύμφωνα με τον Άρειο. Τότε η ζωή, η διδασκαλία, το πρόσωπο το Ίδιο του Χριστού, αποτελεί μία ουτοπία κι έναν απαγορευμένο καρπό, ένα απλησίαστο μούδιασμα της κάθε αβεβαιότητας που δεν σιγουρεύει πως ο Θεός έγινε άνθρωπος!

Είναι αλήθεια, πως ο άνθρωπος των πικρών ημερών μας, έχει αλλοτριωθεί. Απειλείται, εκβιάζεται, φοβάται, αγωνιά, ενοχοποιείται. Δεν ελπίζει. Τί τον ενδιαφέρει πόσες είναι οι Οικουμενικές Σύνοδοι, ποιους αιρετικούς αντιμετώπισαν οι θεοφόροι Πατέρες, ποιους δογματικούς όρους χρησιμοποίησαν στη διατύπωση των Όρων και των Κανόνων, όταν η προσωπική ύπαρξη έχει αλλοιωθεί από κάθε τι που διαβάλει σώμα, ψυχή, νου, ελευθερία, τον «όλον του», κατά Μάξιμο Ομολογητή;

Κι όμως, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να υπάρξει! Όχι στον υπαρξισμό του Sartre, ο οποίος υπαρξισμός κηρύττει την ανυπαρξία του Θεού για να είναι ελεύθερος ο άνθρωπος, αλλά στον ανθρωπισμό του Παύλου, των Πατέρων, εν τέλει στον ανθρωπισμό που γεννά γεγυμνασμένα αισθητήρια ικανά να ακινητοποιήσουν τις φθοροποιές δυνάμεις και να οικοδομήσουν στο ανθρώπινο πρόσωπο μία κατάσταση που θα κινητοποιεί τον άνθρωπο στην αναφορά του, δηλαδή στον Θεό, εικόνα του Οποίου είναι. Αν οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων δεν περιφρουρούσαν την αλήθεια των πραγμάτων, τότε ο άνθρωπος δεν θα είχε ελπίδα να σωθεί και να ελπίζει στη Βασιλεία του Θεού. Και δεν θα υπήρχε ζωή, καθώς το δόγμα είναι η ζωή της εκκλησίας, το αποκεκαλυμμένο μυστήριο. Όλα αυτά έχουν υπαρξιακό βάθος, αγιοπνευματική φύση, θαυμάσια ανθρωπολογία…

Ηρακλής Αθ. Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος