Δημήτρης Νούλας : Η κακοτεχνία του Εγώ

Εξάντλησα κάθε προσπάθεια προκειμένου να μη στείλω το κείμενο. Δυστυχώς απέτυχα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Ή μάλλον ξέρω. Το θέμα  με ξεπερνά. Ζούμε σε μια εποχή εγωιστικής  αφασίας. Κάποτε ήμασταν βέβαιοι πως το πλοίο πλησιάζει την προκυμαία. Σήμερα, χαμένοι μέσα στην  απαίδευτη καθημερινότητά μας, αδυνατούμε να νοηματο-δοτήσουμε τα πράγματα και τον εαυτό μας. Το ωραίο καράβι, με το σταυρό στην κορφή, έπαψε πλέον να αρμενίζει τα δάκρυά μας.

Βίωσα πριν μια δυο μέρες ένα γεγονός κι αυτό σε ένα χώρο χαράς, γιορτής, λαμπερό, με χαρούμενα πρόσωπα παιδιών και μεγάλων με μουσική, χορό, τραγούδι, στο πνεύμα των Χριστουγέννων που φτάνουν και τελικά τα προσπερνάμε, όπως τόσες και τόσες χαρές. Θυσιάζουμε το χαμόγελο μας στο βωμό της έπαρσης!

Μαζεμένος κόσμος πιο πολύ παιδιά από σχολειά με συνοδούς τους δασκάλους τους. Κι εκεί που έβλεπα  λάμψη, χαμόγελα διέκρινα κάποιους ανθρώπους μαζεμένους, κουμπωμένους, που δε ζούσαν τις στιγμές μαζί με τους μαθητές τους… έμοιαζαν κουρασμένοι, αποκομμένοι, περιπλανώμενοι σε κάτι που τους βασανίζει και δε τους αφήνει να νιώσουν ευχαρίστηση. Σα να έκαναν μια αγγαρεία. Ήταν  μαθητές και δάσκαλοι από ένα σχολείο που τις τελευταίες μέρες μπήκε στο μάτι του «κυκλώνα» λόγω κάποιου «γεγονότος» ανούσιου κατ εμέ, στο οποίο δόθηκε έκταση περίεργη.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση όπου οι καταστάσεις  δημιουργούν κλίμα  ασχήμιας μεταξύ ανθρώπων συνεργατών;

Έχω την αίσθηση, ότι όλοι σπρώχθηκαν σε μια  α-τοπία, πέρα και πάνω από τον χώρο που βαφτίζουμε καθημερινά σπίτι μας. Σε μια α-ταξία, πάνω από τη τάξη που ονομάζουμε  κιβωτό. Άλλωστε, όλο αυτό, «ανθρώπινο κρέας μυρίζει» όπως λέει ο Ελύτης. Όλο τούτο μας κάνει να διαπιστώσουμε κατά πως ψιθυρίζει ο ποιητής ότι «χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων». Δίνουμε μηνύματα συμπεριφοράς, ψήγματα ζωής σε  παιδιά και μεγάλους, σε μια διαδικασία συνάντησης  με την αβεβαιότητα του μέλλοντός τους, την απουσία του παρόντος τους. Και είμαστε απέναντι τους τελικά όσο κι αν θέλουμε να φαινόμαστε δίπλα τους. Υπερήφανα τους γαλουχούμε με  τη νεοελληνική μας «καλημέρα» τη βαφτισμένη και ως «μαγκιά» της απαίδευτης καθημερινής-καιροσκοπικής μας συνήθειας, την οποία αφήνουμε χωρίς συστολή και εξάπαντος λόγω «αρχοντιάς»  να πέσει χάμω. Δίνουμε σημασία στο κενό το   με τη μικρολογία και την ωμότητα. Διαθέσεις και τρόποι,  που δεσμεύουν την αληθινή όραση, οδηγούν στην αφαίμαξη της αρετής, που υποτίθεται διδάσκουμε  και τέλος αυτοπαραδινόμαστε   στην «κακοτεχνία». Εικόνες, που δίχως άλλο αποκαλύπτουν την ολοκληρωτική ερήμωση των «παιδευμένων» στην απαιδευσία. Η ύπαρξη μας, ξέβρασε τα αληθή αισθητήρια και πνίγηκε στην πλήξη και την απραξία.

Είδα «νεκρά» βλέμματα γιατί  το αυθόρμητο έχει πάει περίπατο και παρεξηγείται.  «Πρέπει να φυλάγεσαι πάντα μη τυχόν και παρεξηγηθείς από εκείνους που σου καταλογίζουν προθέσεις που εσύ δεν είχες»,  γράφει Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι.  Άλλωστε γνωστή η ιστορία με τον Διογένη, ο οποίος στρίβοντας σε μια γωνία δέχθηκε το χτύπημα του καλαμιού ενός ανθρώπου που ερχόταν από την άλλη μεριά του δρόμου και ο οποίος του φώναξε δυνατά: «πρόσεχε». Τότε ο Διογένης γύρισε και του είπε: «γιατί, πρόκειται να με ξαναχτυπήσεις;».

Κι όλα αυτά για την  κατάκτηση και διατήρηση της ανεγκέφαλης, Κυρίας. Της εξουσίας. Ένας ονειρικός στόχος που όταν επιτευχθεί ανακαλύπτει γύρω εχθρούς!   Η Εξουσία φθείρει, καταστρέφει τα ζωογόνα κύτταρα του ανθρώπου. Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για ν’ αντέξει κανείς στην έννοια της Εξουσίας και της επιτυχίας». Δε μάθαμε να ζούμε από τους μόχθους μας. Μα δε τιμούμε και τους μόχθους των άλλων.
Κι εδώ κλείνω,  παραιτούμαι με μια ειλικρινή συγνώμη για την τελική μου ασυνέπεια και απουσία, ως μια κάποια ελάχιστη αντίσταση στην ασχήμια της εξουσιαστικότητας που μας καταπίνει.

 

Δημήτρης Κ. Νούλας