Bάιος Φασούλας : Στους ρυθμούς της καθημερινότητας

Πρωί, μεσημέρι, απόγιομα, βράδυ. Χαράματα ανοίγεις τα μάτια σου, ξυπνάς, πάλι τα ξανακλείνεις για να βρεθείς ανάμεσα κι αμέσως στον ύπνο και στον ξύπνο. Κι αμέσως συνειδητοποιείς ότι μια καινούρια μέρα αρχίζει. Στραβομουτσουνιάζεις ανόρεχτα για την καθημερινή ρουτίνα που ’ρχεται· κάπου συγχύζεσαι και λυπάσαι που αναγκάζεσαι να εγκαταλείψεις το κρεβάτι σου. Αχ, αυτό το κρεβάτι και να ’ξερε πόσα βάσανα σήκωσε και πόσα ακόμα θα σηκώσει! Όλα τα δικά μου κι όλα τα δικά της. Άμορφα, μα ίσαμε βουνά.

Όμως τ’ αφήνεις και το χέρι σου πασπατεύει το βουλιαγμένο, σαν από κακή μεταχείριση, ιδρωμένο μαξιλάρι και σου ’ρχεται ξανά στο μυαλό η νύχτα που πέρασε και ο εφιάλτης που σε ταλαιπώρησε και σε ίδρωσε. Προσπαθείς να θυμηθείς το όνειρο που είδες, όνειρο που μόλις το φως της μέρας λάμψει στα μάτια σου, χάνεται. Χασμουριέσαι με το γνώρισμα της καταγωγής σου και τεντώνεσαι. Και ξεκινάς τον ερχομό, που τούτη η μέρα φέρνει

Πηγαίνεις στον καθρέφτη να τηράξεις τα μούτρα σου, να τα δεις αγνά, μα τα βλέπεις με σημάδια φόβου και τον εγκαταλείπεις αμέσως. Κι όπως υποχωρείς συνοφρυωμένος, ψάχνεσαι, λες κι έχεις ψείρες. Μόνο κάτι σακουλάκια κάτω απ’ τα μάτια σου, που δεν μπορείς να διώξεις και τα μούτρα σου, σαν κρέμα κομμένη, μαρτυρούν τα χρόνια σου.

Από καιρό ανέβηκες το δρόμο που ανηφόριζε με πολλά ζικ-ζακ αφήνοντας πίσω σου τον αυχένα να χάνεται σαν παρυφή και πήρες το δρόμο της επιστροφής. Έτσι νομίζεις. Ή της κατηφοριάς, που δε θέλεις να παραδεχτείς.

Σαν αστραπή τρέχει ο νους σου. Σκέψου, τα καλά τα σκέφτεσαι και θέλεις να τα προλάβεις. Για να γυρίσεις πίσω και να βρεθείς σε μια καινούρια αφετηρία. Εκείνη που αρχίζουν τα παιδιά σου… Ουφ! Πως ξεχάστηκες!

Ανάβεις το ηλεκτρικό μάτι να ψήσεις καφέ και σαπουνίζεις σαν γυναίκα τα μούτρα σου προσπαθώντας να διώξεις τις ρυτίδες κάτω απ’ τα μάτια σου. Τραβάς τις αυλακιές σα να ’ναι λάστιχο κι αυτές ξαναγυρνούν στον τόπο τους και κολλάνε σαν βδέλλες. Σου φεύγει ένα «χμ!», λες ένα υποκριτικό, δε βαριέσαι, βάζεις κι ένα απ’ το εγώ σου, λες, τα έζησα και φεύγεις απ’ τον καθρέφτη, που εδώ που τα λέμε, δεν τα πας και τόσο πολύ καλά μαζί του.

Μερακλίδικος ο καφές απ’ τα χέρια σου στέκεται μπροστά σου. Το άρωμά του σε τονώνει αρχίζοντας απ’ το σπασμένο νευρικό σύστημα, που και μ’ αυτό δεν έχεις καλές σχέσεις. Κι ο αχνός του ανεβαίνει ψηλά με τη συνοδεία του καπνού του τσιγάρου σου. Ο γιατρός σου είπε να το κόψεις, μα εσύ μήτε που τον άκουσες. Και πώς να ακούσεις τις συμβουλές του; Κάθε φορά που τον επισκέπτεσαι, βήχει, φτύνει και βρίζει

Φτάνει στη σκέψη σου το ξεκίνημα της μέρας. Πώς θα την πιάσεις και πώς θα τη ρεγουλάρεις, που είναι σαν γυναίκα πότε αγένωτη και πότε γενομένη, ατίθαση και απαιτητική; Ντύνεσαι κοιτώντας ένα κλουβί με πολλά μικρά πουλάκια. Τα κάνεις χάζι και ξεχνιέσαι, καθώς εκείνα τραγουδούν και πετούν. Και τ’ αγαπάς υπερβολικά και πολλαπλασιάζονται με υπερβολική ταχύτητα, τ’ αφιλότιμα! Κι αυτό είναι ένα καλό σημάδι πως αγαπάς τη ζωή και δεν είσαι απαισιόδοξος, αλλά απαιτητικός και γκρινιάρης.

Μπαίνεις στο αυτοκίνητο και φεύγεις αφήνοντας το πρωινό μοναχό στο σπίτι σου. Ένα δεύτερο τσιγάρο σου κρατά συντροφιά στη σύντομη διαδρομή απ’ το σπίτι στη μικρή σου επιχείρηση και το μαγνητόφωνο παίζει μουσική, που δεν ακούς.

Το μυαλό σου ξεκόλλησε απ’ τον ύπνο που μ’ εφιάλτες σε κρατά συντροφιά και κόλλησε εκεί που δεν θέλεις. Το μικρό μαγαζάκι σου, ξανάρχεται στο νου σου κι όσο να φτάσεις… είσαι κιόλας εκεί. Δεν πας και καλά. Προβλήματα οικονομικά όσο ποτέ. Ανεργία μεγάλη· ο κόσμος περιόρισε τα έξοδά του, τρώει κάτι φτηνό και πρόχειρο στο σπίτι… «Αχ! κυρ-γαστρονόμε μου! Τι να κάνουμε; Ήρθα να πάρω κάτι πρόχειρο απ’ τα εκλεκτά σου και να φάμε στο σπίτι με τον άνδρα μου. Άμα έρθουμε εδώ, που τόσο μας αρέσει ε, θα πάρουμε δυο μερίδες, κάνα ορεκτικό, θα πιούμε και κάνα κρασάκι απ’ τον ήλιο της πατρίδας σου, ε καταλαβαίνεις… την περνάμε στο σπίτι πιο οικονομικά».

Και να ’ναι μόνο μια περίπτωση! Ποιος θα ’σκαγε! Μόνο που τα δικά σου έξοδα είναι περισσότερα απ’ αυτά που βγάζεις. Ίσα που είσαι αφεντικό και δεν έχεις κανέναν στο κεφάλι σου. Έχεις όμως άλλα πράγματα κι είναι χειρότερα κι απ’ τα πιο στριγκλά θεριά.

Αυτόν τον καιρό μάλιστα, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Αμερική πληρώνεις και φόρους. Άσε που ο κόσμος φοβάται και αποφεύγει τις εξόδους του. Άστα λοιπόν. Όλα μαζί σε κάνουν πολλές φορές να νοσταλγείς μια απλή δουλειά. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, τη μάνα σου κι ας είχε και τρύπια ποδιά. Η νοσταλγία, που έχεις τώρα, θα έμενε στο χώρο της. Στην πραγματικότητα. Δε θα τη χρειαζόσουν  καν. Δε θα γινόσουν ένας μοντέρνος σκλάβος να σου λένε, κάτσε κάτω, σήκω πάνω, κάνε τούτο κάνε τ’ άλλο και να χορεύεις έναν μυστικό χορό.

Μα να που μπήκες στο χορό και χορεύεις φανερά και τα δάχτυλά σου μάθανε να χορεύουν κι αυτά έναν τρεμουλιαστό χορό. Μάθανε να μετράνε, ψάχνουν και προσπαθούν να βρουν πώς να κλέψουν λίγες μέρες και να της προσθέσουν στο μήνα που γρήγορα περνάει.

Ήρθε η δεύτερη φάση της μέρας. Ανοίγεις το ταχυδρομείο, παίρνεις το περιεχόμενο, μπαίνεις στο μαγαζί σου κι απλώνεις τα χαρτιά μπροστά σου και ο δεύτερος καφές ψήνεται σε μια μοντέρνα μηχανή, που παράγει λίγη χοληστερίνη. Τον φτιάχνεις διπλό και συγκεντρώνεσαι στο ρυθμό των δαχτύλων. Και να δεις σύμπτωση! Είναι η πρώτη του Δεκέμβρη. Τάχα, αν ήταν η τελευταία του Νοέμβρη, τι θα άλλαζε; Ή ας πούμε η μεσαία του Γενάρη ή Φλεβάρη, που σου θυμίζει και τη μέρα που γεννήθηκες; Άσε, αυτό είναι μέγα πικρό και μόνιμο ποτήρι και όσο θα ζεις θα το πίνεις.

Τι καλά στην Ελλάδα που γιορτάζουμε τις ονομαστικές μας γιορτές και όχι γενέθλια, όπως μας μάθανε εδώ οι γερμαναράδες! Να τη θυμάσαι πάντα και έντονα αυτή τη σημαδιακή μέρα και όσο κι αν προσπαθείς να την ξεχάσεις δεν μπορείς, αφού τη μέρα αυτή χάθηκε ο πατέρας σου σε τροχαίο εξαιτίας μπεκρήδων. Βέβαια, άλλη μια οδυνηρή εμπειρία. Κι όμως! Τίποτα πάλι δε θ’ άλλαζε ή μπορεί ν’ αλλάξει το ευρωοικονομικό θέατρο, που σήμερα ζούμε.

Ψάχνεις σε κάποια βιβλία της δουλειάς ζητώντας να δεις τη διαφορά απ’ το μήνα που βγήκε κι από κείνο τον περσινό, τον προπέρσινο κι ακόμα πιο πίσω. Και βλέπεις ότι κι από έναν άλλο κατήφορο εξαρτιέσαι. Τα τελευταία χρόνια, κατήφορος έγιναν τα χρόνια. Και πως περνούν!

Γι’ αυτόν, το μήνα, το μόνο που σκέφτεσαι είναι ο χορός των δαχτύλων σου όπου, ανάθεμα, χορεύουν πραγματικά. Και κονταίνουν οι ώρες κι οι μέρες. Και τα μάτια σου ψάχνουν σε διάφορα χαρτιά. Απλήρωτοι λογαριασμοί, εφορίες, ασφάλειες, ενοίκια κι ένας χασάπης που πράγματι σφάζει.

Πρώτη του μήνα σήμερα. Κι όπως μετράς με τα πιστά σου δάχτυλα, χτυπά το τηλέφωνο. Απ’ την άλλη άκρη του σύρματος φτάνει μια φωνή βαριά και προειδοποιητική. Προσπαθείς να την καθησυχάσεις και λες πως πρέπει να έχει λίγη υπομονή. Του λες πως όλα είναι ανθρώπινα και του θυμίζεις τον καιρό που ήταν στην κοιλιά τής μάνας του. Του λες ότι την ανεργία και την ακρίβεια άνθρωποι την έπλασαν. Κι έχουν γίνει τόσο δημιουργικοί που ξεπερνούν όλου του κόσμου τους ποιητές στις όμορφες φράσεις και σε υπέροχα λόγια μέχρι που… συγκινείσαι. Μέσα απ’ την τεχνοκρατία διατηρείται και μεγαλώνει ανενόχλητα ο τυχοδιωκτισμός, η ανθρώπινη εκμετάλλευση, ο ανθρώπινος μηδενισμός.

Και καταφέρνεις να πάρεις μια παράτα ημερών κι ανακατεύονται μέσα σου σκότια και αίματα. Να σφίγγεις τα δόντια και να φοβάσαι μην ξεκολλήσει καμιά γέφυρα. Κι αφού πέρασε η ώρα, αηδιασμένος κλείνεις και φεύγεις χωρίς να πουλήσεις σήμερα το γιόμα τίποτα. Φαίνεται ότι θα πάψουν να τρώνε το γιόμα. Κι είναι η πρώτη του μήνα σήμερα.

Τρεις το μεσημέρι μέσα στο αυτοκίνητο με κατεύθυνση το σπίτι. Στη μικρή διαδρομή προσπαθείς να ηρεμήσεις εαυτό και οργανισμό, που κάνουν ανταρσία και η αναρχία περνά απ’ το μυαλό σου. Ναι! Βέβαια. Σήμερα για να επιζήσεις θα πρέπει να παραβιάσεις όλες τις εντολές του Θεού. Κι όλο κοιτάζεις τα δένδρα που φεύγουν δίπλα σου αδιάφορα καθώς και τ’ αυτοκίνητα. Σ’ ένα δυο, σ’ άλλο ένας, άλλο αργό και άλλο βιαστικό. Αυτοκίνητα, πολλά αυτοκίνητα περνούν από δίπλα σου σαν τηλεκατευθυνόμενα βλήματα.

Καμιά φορά βλέπεις και κανένα πουλί κι εκεί για μια στιγμή νομίζεις πως ακόμα δεν χάθηκαν όλα. Δε χάθηκαν όλα, λες, το πουλί το λες ελπίδα, κι αυτό γιατί με πολλά και διάφορα ανακατεύεσαι· λίγα απ’ αυτά αγαπάς, τα πολλά τ’ απεχθάνεσαι. Με τους πολιτικούς δεν έχεις καλές σχέσεις. Δεν τους χωνεύει το στομάχι σου και σου στέκονται στο λαιμό. Όλοι, όσοι είναι φιλόσοφοι της ψευτιάς. Αυτοί τα χάλασαν όλα. Όλα. Και ανακάτωσαν την εφορία με την ανεργία. Κι ο κόσμος αρχίζει και πεινάει. Και είμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Αχ! συλλογίζεσαι. Και να ’χες μόνο μια στιγμή να έπιανες την καρέκλα! Θα τους περνούσες όλους στο δικαστήριο του αιώνα. Όχι δηλαδή τίποτα άλλο, αλλά να μη σε περνούν για βλάκα, χαζό και μούτο. Ν’ αφήσουν τα κουφά, τ’ άνοστα και τα σαχλά περί μεγάλων ιδεών και παρόμοιων παρανοϊκών πραγμάτων. Και προπαντός να πάψουν να λένε για δημοκρατία -μόνο δημοκράτες δεν είναι- που γέμισε ο τόπος και για ελευθερία που τόσο πολύ… δεν είχαμε ποτέ.

Τώρα, τι να πεις; Ότι σίγουρα ακόμα κάτι θα τους λείπει; Άστα και βράστα και παραλίγο να πέσεις πάνω σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο. Σε κόρναρε ο άνθρωπος και σε αποκάλεσε σάπιο βούρλο και βλαμμένο. Ξέρεις, στη χώρα που ζούμε κι εργαζόμαστε βρίζουν πολύ…όμορφα. Έτσι μάθαμε κι εμείς να τους μιμούμαστε και να τους ξεπερνούμε.

Ένα τέταρτο κράτησε το έλα σου κι έφτασες στο σπίτι. Σταματάς μπροστά στο κλουβί με τα πουλιά, προσπαθώντας να μαντέψεις αυτό που τραγουδάνε. Κι όλο τραγουδάνε, τραγουδάνε! Δεν έχουν αυτά προβλήματα; Κι όλο τα κοιτάζεις χαϊδεύοντας το κλουβί. Τα ταΐζεις, τα ποτίζεις, μα σε κοιτούν μ’ ένα μάτι. Δεν σου έχουν εμπιστοσύνη γιατί είσαι άνθρωπος και η φροντίδα της ταγής δεν τα φτάνει.

Πεινάς, δεν πεινάς, δεν ξέρεις και θυμάσαι τη δίαιτά σου. Κι είναι, πρέπει να είναι, καθημερινή. Άλλος εφιάλτης και τούτος με την υγεία. Έχεις και κατάλογο με τα επιτρεπτά και απαγορευμένα κι αυτό, αμή τι άλλο, μαρτυρά πως αγαπάς τη ζωή. Τη σέβεσαι και προτιμάς άσπρο κρασί, άσε που τώρα λένε για κόκκινο· τα φρούτα τα τρως μ’ επιφύλαξη, το κρέας το φοβάσαι, την μπίρα, το ποτό τα αποφεύγεις. Μα, εκεί που είναι να σκάσεις, πίνεις και κάνα κρυφά.

Όταν ακούς ότι πέθανε ένας άπιωτος, ακάπνιστος και πολύ από γυμναστική και δίαιτα προσεγμένος. Ψάρι έτρωγε, μοσχάρι και πολύ χορτάρι. Άσε που πιο πολύ ανακατεύεσαι με της δουλειάς τον εφιάλτη και ξεχνάς το παγάδωμα του θανάτου. Έχει μέσα σου, καημένε, ενσαρκωθεί, σε εξουσιάζει, ξεχνάς ή δεν νοιάζεσαι την υγειά σου.

Φτιάχνεις ακόμα έναν καφέ και με τα δάχτυλά σου μετράς τα λεπτά της ώρας, που τώρα αργά κυλούν. Κοιτάζεις στον καθρέφτη και βλέπεις μεγαλοπρεπώς την ειρωνεία και το χλευασμό μέσο εσένα για σένα και στο νου σου φτάνει το μάταιο. Σα ν’ άκουσες να σου λέει, ανίκανο και ανικανοποίητο, εννοώντας τη γυναίκα σου που την ξεζούμισες στη δουλειά Δε δίνεις σημασία γιατί και κείνος ξέρει πως τίποτα απ’ αυτά δεν είσαι. Αλλά θέλει να σε πειράζει· να σε προκαλεί. Όχου και να υπήρχε τρόπος να βγάλεις έξω τις ζωγραφιές τής ψυχής σου!

Απεναντίας, αυτή πολλές φορές, τώρα με τις ανεργίες, σε συμπαραστέκεται και σου βουλώνει πολλές τρύπες. Κι όταν θυμάσαι τη μεγάλη της προσφορά σε πιάνει το παράπονο. Κι όταν μένεις μοναχός κάποιες στιγμές, καλείς και προκαλείς τη μοίρα, το Θεό σου, να ’ρθουν εδώ μπροστά και οι τρεις σας να τα πείτε. Κάπου βαθιά στην ψυχή σου νιώθεις τύψεις γι’ αυτή και ας μη φταις. Θέλεις να την ξεκουράσεις, να την απαλλάξεις από τη δουλειά και να την έχεις μόνο νοικοκυρά και αφέντρα στην καρδιά σου. Αλλά να που δεν μπορείς. Και πριν να σβήσει το τσιγάρο ανάβεις άλλο και το ρουφάς άπληστα να σβήσεις τους καημούς σου. Μέχρι που έρχεται κι η γυναίκα σου, ξεθεωμένη απ’ τη δουλειά.

Μήτε να φάει θέλει, μήτε να πιει. Μα να, που πιάνεται με σένα, γιατί σ’ έμαθε, την έμαθες, να σ’ έχει σαν αγά. Να σε περιποιηθεί, να σ’ ευχαριστήσει, να σου πει έναν καλό λόγο, να σου δώσει ένα χάδι. Κοντά να φάτε μια μπουκιά ψωμί κι αντάμα ν’ αλλάξετε λίγες κουβέντες γύρω απ’ τα παιδιά. Σκόρπια κι αυτά, εδώ κι εκεί, σπουδάζουν μακριά. Μόνο το ένα είναι κοντά και δίνει μια χαρά· δίνει δύναμη δίνει κουράγιο, υπομονή, τα μόνα που μαθαίνεις σε τούτη τη ζωή. Αλλιώς, θα έπρεπε να ψάχνεις για κάτι άλλο.

Μισή ώρα ανάπαυση στο κρεβατάκι, που τόσο αγαπάς, τα μάτια σου λίγο να κλείσεις και σκέψεις αδάμαστες απάνω απ’ το κορμάκι σου ν’ αφήσεις. Απλώνεις το χέρι σου στο γουρνιαστό μαξιλάρι, που άφησες το πρωί και το χτυπάς με δυο γροθιές να ισιάσει. Ξαπλώνεις και γυρνάς το κεφάλι σου να βρεις μια μεριά αναπαυτική κι ας βουλιάξεις σαν καράβι. Σε ηδονίζει μαγικά, σου χαρίζει όνειρα, άσχημα τα πιο πολλά, και σου δείχνει δρόμους. Κι ώσπου να ’ρθει η γυναίκα σου την ώρα να σου πει, να σε ξυπνήσει, σε βρίσκει όρθιο, ξύπνιο και πολύ μαχμουρλή.

Άλλος ένας καφές, ακόμα ένα τσιγάρο, δυο λέξεις βιαστικές και στ’ αυτοκίνητο με μιας πας για τη δουλειά. Ένα ρεμπέτικο τραγούδι καθώς γυρνάς το διακόπτη ακούγεται γλυκά, μπαφιάζεις σαν φουγάρο, ανάβεις κι άλλο τσιγάρο κι ανοίγεις λίγο το παράθυρο ν’ ακούς καμιά σειρήνα. Πολλά γίνονται τώρα τελευταία. Άρρωστοι πολλοί, εμφράγματα κι ανακοπές, εγκεφαλικά κι άλλες εμπλοκές. Κυνηγητά κακοποιών, κλεφτών, ναρκομανών, αναρχικών, τρομοκρατών, πρόσφατα προστέθηκαν και οι τρομοφάκελοι, φωτιές και πυρκαγιές, σεισμοί, νερά κι ο ήλιος καίει τώρα και το χειμώνα. Μέτρα φορολογικά, ανάντεχτα, μέτρα στα καύσιμα και στην ταχύτητα, πολλά απ’ αυτά ανάρμοστα. Ουφ! Πού να τα σκεφτείς όλα αυτά! Κι οι σειρήνες αλλάζουν με τον πλούτο τους την καθημερινότητα κι έχουν πιάσει την πρώτη θέση.

Απόγιομα που φέρνει τη δουλειά φέρνει και αντοχή, να μαζευτούν λεφτά κι αύριο να πληρώσεις κάτι. Πρώτη του μήνα σήμερα…

Και ξεκινά αργά, αργά τα πρώτα του λεπτά το απόγιομα. Κι εκεί που περιμένεις να έρθει πελατεία, ξανά ανεργία και τα λεπτά της ώρας κάνουν τώρα άλματα. Ξανά σε πιάνει ταραχή και θέλεις να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δάχτυλα που άρχισαν, τα άθλια, ξανά το χορό. Κι όλο μετρούν τις άδειες ώρες που περνούν και τα πιάτα, που έδωσες πουλώντας ελληνικό φαΐ, μετρημένα. Κι όπως γυρνούν άδεια και φαγωμένα και πάνε για πλύσιμο, ακούς τους θορύβους τους που φτάνουν στ’ αφτιά σου σαν πρόκες πάνω σε λαμαρίνα και τρυπούν τα μηνίγγια σου.

Έχεις στο μαγαζί και μουσική, έτσι για να ξεχνάς αυτό που δεν μπορείς· κι άλλωστε έγινε κι απαραίτητη, της μόδας. Καλά. Για ένα φαγάδικο στη Γερμανία κάνεις και λίγο ρεκλάμα την πατρίδα. Καλά να είναι. Αλλά πέρα απ’ αυτό, όπου κι αν πάρεις τηλέφωνο, πριν σε συνδέσουν στη γραμμή βάζουνε μουσική, μην περιμένεις άδειος και γίνει η στιγμή μονότονη και πληκτική. Και τι μουσική! Άσε, μη συζητάς. Να βάζανε τουλάχιστον κάνα κλαρίνο, κομμάτια να γένει Κι αν κανείς, από όσους έχουν μαγαζιά τολμήσει να το κάνει, θα τον πούνε χωριάταρο και βλάχο.

Εδώ που τα λέμε, κρυφά ακούς και κάνα βλάχικο. Αλλά το αποφεύγεις, το ρημάδι, γιατί αν δεν κλάψεις, γελάς νευρικά. Άστα! Τέλος πάντων. Μετά σε «συνδέουν» πραγματικά κι εσύ ακούς, μόνο ακούς ή εντολές ή διαταγές ή προειδοποιήσεις στυγνές. Έτσι κι εσύ έχεις τραγούδι μπόλικο, ποικίλο λαϊκό και μέσα εκεί, κρυφά καμιά φορά, «ξεχνάς», σε παίρνει το φιλότιμο κι έρχεται καταχνιά ακόμα πιο θολή μέσα σου στην καρδιά. Φρένο στα πόδια σου τα δυο κι όλο πολεμάς να σταματήσεις το λεπτό, την ώρα και τη μέρα κι ώσπου να πεις, «όχου μανούλα μου κι άλλο πια δεν μπορώ», περνούν όχι μονάχα οι στιγμές, πίσω τους συντρίβονται βαριές και στοίβα οι εποχές

Απόγιομα περνά σα να ’ναι δίσκος γραμμοφώνου που αφήνει φωνές, ανάλογα με τα κέφια. Μες στις δικές του ιαχές αφήνεις πότε κρυφά και πότε φανερά δικές σου μελωδίες, που μοιάζουν πολλές φορές να γίνεσαι δραματικό ωδείο.

Αργά τελειώνεις τη δουλειά, μετράς κοντά την είσπραξη, δε φτάνει για μαγιά, κοιτάς τα δάχτυλα αν είναι σε χορό. Όχι! Για σήμερα σταμάτησαν την κίνηση, μετρούν κρυφά. Κι εσύ να λες μέσα σου με θλιβερή παρηγοριά πως έχουμε ακόμα τριάντα μερόνυχτα. Κλείνεις και φεύγεις βιαστικά και κάθε φορά αναρωτιέσαι, πότε επιτέλους θα φύγεις οριστικά. Τρέχεις, λες και αυτοκυνηγιέσαι, να φύγεις γρήγορα, σκιάζεσαι μην πλαντάξεις απ’ τούτο δω το απόγιομα, που ήταν τρίδυμο με το χτες, με το αντιπροχθές και με του αντιπροπέρσι.

Ξανά στο αυτοκίνητο κλείνεις το μαγνητόφωνο όπως και το παράθυρο. Καλύτερα να μην ακούς σειρήνες παρά να κρυώσεις και βιάζεσαι στο σπίτι σου να φτάσεις. Κι όπως από συνήθειο τα δάχτυλά σου άρχισαν πάλι να χορεύουν, τα φέρνεις ως το στόμα, θέλεις να τα δαγκώσεις μπας και τα συνεφέρεις. Μα να, γλιτώνουν το δάγκωμα από ένα θάμπωμα ενός αυτοκινήτου που σόφαρε, ο άτιμος, λες κι ήταν σε αγώνα. Μούντζα του ρίχνεις στη νυχτιά, κοντά και μια βρισιά, αϊ στα τσακίδια τέρας, του λες, μεγάλε κερατά!

Κοιτάς πέρα στο δάσος τις σκοτεινές σκιές των δένδρων, βλέπεις αχνά πως γέρνουν κορφές ακόμα και κορμιά στο φύσημα τ’ αγέρα και βλέπεις πάνω απ’ τις αραιές κορφές τους φώτα και προβολείς να λάμπουν μες στη νύχτα. Κόβεις ταχύτητα και πιάνεις δεξιά κι όσο να σταματήσεις, ένα θεόρατο αεροπλάνο πέρασε από πάνω σου κι εσύ τσατίστηκες ακόμα πιο πολύ, που νόμιζες για μια στιγμή πως ήρθαν εξωγήινοι και λυπήθηκες που δεν ήρθαν.

Αργά φτάνεις στο σπίτι σου με άγρια τη ματιά, σίγουρα η χοληστερίνη σου θα έφτασε ψηλά κι η πίεσή σου θα ’πεσε σε μέτρα χαμηλά. Τα ρούχα σου αλλάζεις, του ύπνου βάζεις ελαφρά, πλένεις πόδια, ξεπλένεις μούτρα και μασχάλες και προσπαθείς με τη σιωπή της νύχτας μαζί της να συντονιστής. Κοιτάζεις τον καθρέφτη σου μια, δυο ματιές, αδιάφορες, ψυχρές και ειρωνικά του λες πως είναι ακαμάτης και μ’ αναμμένο στο στόμα το τσιγάρο ζητάς κάτι να φας.           Αγά κι αφέντη σ’ έχει η κυρά σου, τίποτα μη σου λείψει. Φαγάκι σου ’κανε καλό κι ακόμη είναι ζεστό, ένα μπουκάλι με κρασί και δυο μήλα ξινά, φρόντισε και γι’ αυτά. Στρώνεσαι κι αρχίζεις να τσιμπάς. Λίγες μπουκιές και μια γουλιά άσπρο κρασί βυθίζουν τους καημούς. Αργά φεύγουν και κρυφά οι αναστεναγμοί και γρατζουνούν ψυχή, σκότια και λαιμά, λες κι είναι αχινοί. Πάει ο νους σου στα παιδιά. Στέκεσαι δυο στιγμές και επιθεωρείς σαν αξιωματικός εσένα, αν όλα, τουλάχιστον εδώ, πάνε καλά.

Χαμογελάς με ικανοποίηση. Μας αξίζει, λες. Η στέρηση η δική σου κι εκείνης, φέρνουνε καρπούς. Ας πάει και το παλιάμπελο, λες, πολλές φορές μέσα σου μυστικά.

Έρχεσαι στο μικρό σαλόνι, μαζί φέρνεις το κρασί, τσιγάρα, λίγο ξερό καρπό και βουλιάζεις σιωπηλός μες στη σιωπή σε μια πολυθρόνα. Βάζεις ακουστικά να μην ξυπνήσει η γυναίκα σου, που σέβεσαι πολύ, που εκτιμάς βαθιά και αγαπάς και το κουτί το έγχρωμο ανοίγεις να δεις καμιά ζωγραφιά. Πολλά κανάλια, πληθώριασαν σαν άμμος. Τσόντες δε βλέπεις, τις σιχαίνεσαι και τις αποφεύγεις όπως ο διάολος το λιβάνι. Γυρνάς κανάλι, βλέπεις πλατιές συσκέψεις, πολιτικές ειδήσεις, σχόλια και άλλα. Ξαναγυρνάς και βλέπεις βομβαρδισμένες καλύβες, θάνατο, φυλακές, πείνα, πρόσφυγες. Ψάχνεις αλλού βλέπεις φιλμ πολεμικά με κομμουνιστές και φασίστες. Αλλού, τι να δεις; Κοιτάζεις, διαλέγεις, βλέπεις παπάδες, λιτανείες, απίστους και πιστούς να αλληλοσυγκρούονται κι αλλού πάλι διάστημα και γήινη δράση. Αλλού πας και ψάχνεις και βλέπεις την κόλαση των παθών σε μοντέρνο ρυθμό με ράμπους, τερμινάτορ και τέτοια να «καθαρίζουν» τη σαβούρα απ’ τον κόσμο. Για να βλέπουμε εμείς οι απλοί πολίτες του κόσμου πως, τάχα, ενδιαφέρονται πραγματικά.

Κι ανάμεσα βλέπουμε να πεθαίνουν από πόλεμο, αρρώστια, πείνα και μίσος οι άνθρωποι παντού κι άλλα, άλλα πολλά. Κι όλα τ’ άλλα της καθημερινότητας σκεπασμένα μ’ έναν διάφανο και σκληρό σαν ατσάλι μανδύα.

Ξαναγυρνάς κανάλι και τελικά ξεπέφτεις στο βίντεο να δεις καμιά παλιά κωμωδία. Πολύ παλιά, απ’ τον καιρό που ήταν ο κόσμος απλός, αγνός και απολαυστικός. Την απολαμβάνεις και ξεκουράζεσαι στην αόρατη αγκαλιά της ηρεμίας.

Αδειάζει στο μεταξύ το κρασί και ετοιμάζεσαι να παραδοθείς στο κρεβάτι σου και στον ύπνο. Εξαερίζεις το δωμάτιο από τη νικοτίνη και βγαίνεις λίγο έξω. Γυρνάς και τελικά προσγειώνεσαι στο κρεβάτι σου. Στο κρεβάτι… στο κρεβάτι…στον προπαρασκευαστικό δρόμο της σιγής και της φυγής που σου χαρίζει ο ύπνος. Σκέψου αν είχαν τρόπο θα μας τον έκλεβαν ή θα μας τοποθετούσαν χρονόμετρα.

Γέρνεις στο πάντα πιστό και γιομάτο θέρμη κρεβάτι σου. Αυτό θα σε ξεκουράσει ή θα σε παιδέψει με παιχνίδια ή εφιάλτες. Εκεί θα θυμηθείς παραβολές, παραδείγματα κι εντολές. Και το «δώσε σήμερον» θα ’ρθει για κάμποσες στιγμές στο νου σου. Μετά πάλι θα χαθεί εκεί που η δικιά σου αγωνία τελειώνει.

Κι εκεί, λίγο πριν τα μάτια σου κλείσουν, θ’ αφουγκραστείς την ανάπνα της γυναίκας σου. Εκεί θ’ ακούσεις πότε το απαλό παραμιλητό της κι άλλοτε παραπονεμένο. Άλλες φορές θα γελάει κι άλλες θα κλαίει. Κι άλλοτε θα σηκώνεται τρομαγμένη να σε κοιτάξει και να σ’ αφουγκραστεί αν εσύ αναπνέεις.

Κι εκεί, στο λιγοστό φως του καντηλιού που πάντα σε περιμένει απ’ τη φροντίδα της και καίει, προσέχεις πως οι δικές της ρυτίδες είναι πιο βαθιές και πιο μεγάλες. Και τα μαλλιά της κι αυτά ασπρίζουν. Και το κορμί της, σαν τις μέρες, να κονταίνει. Κι όπως θα βουλιάξεις πάλι στο μαξιλάρι σου για να μη βλέπεις και να μην ακούς, μεγαλοπρεπώς θα έρθει για άλλη μια φορά η μέρα.

Έτσι όπως την έζησες σήμερα στο καθημερινό της μεγαλείο. Σήμερα, την πρωτομηνιά αυτή, που δεν ήταν η πρώτη. Μα είναι κάμποσες, που καμιά φορά στο μέτρημά τους, μπερδεύεσαι. Ή κάνεις πως μπερδεύεσαι.

Και είχαν όλες ως τώρα και πρωινά με μεσημέρια και απογέματα με βράδια. Με πρωινά και μεσημέρια, με απογέματα και βράδια που κάνανε ουρά τις εποχές. Και πρωινά με μεσημέρια και απογέματα με βράδια που κάνανε τη ζωή. Αυτή· την καθημερινή, που κάποιες φορές, μοιάζει σαν σαδιστής που θέλει να σε πνίξει στους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής!

Στον ρου των Αυγουστιάτικων καυτών οργασμών,  περιπάτων και στοχασμών Β.Φ.11-08-2017